Συντονισμός Δράσης και Διαλόγου κομμουνιστικών δυνάμεων

ΚΟΙΝΗ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

1. Οι πολιτικές οργανώσεις που συνυπογράφουμε αυτή την ανακοίνωση κινούμαστε από την κοινή πεποίθηση ότι το εργατικό και λαϊκό κίνημα, η ριζοσπαστική Αριστερά και οι κομμουνιστικές δυνάμεις βρίσκονται μπροστά σε κρίσιμα και δύσκολα σταυροδρόμια, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.

Η σημερινή κατάσταση

2. Μετά τη δομική κρίση του 2008, το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ανεβάζουν την επιθετικότητά τους σε όλα τα επίπεδα: Προετοιμάζουν πολέμους μέσα από την όξυνση των ανταγωνισμών, βαθαίνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, χτυπούν τα δημοκρατικά, εργασιακά δικαιώματα και τις ελευθερίες, εντείνουν την καταπίεση, προωθούν αντιδραστικές και σκοταδιστικές αντιλήψεις, καταπιέζουν μικρότερα έθνη και εθνότητες, τις γυναίκες, τους μετανάστες, τη νεολαία, καταστρέφουν το περιβάλλον.

3. Πατώντας πάνω στα αντιδραστικά κεκτημένα του νεοφιλελευθερισμού, αναπτύσσεται ένα αντιδραστικό, ακροδεξιό και εθνικιστικό ρεύμα, που εμφανίζεται ως «αντισυστημικό», ενώ αποτελεί την πιο σκοτεινή όψη του συστήματος. Εντός του, επανεμφανίζονται και ανδρώνονται τα παλιά τέρατα: ο φασισμός και ναζισμός.

4. H εποχή μας είναι εποχή εμφάνισης ποιοτικά νέων παραγωγικών δυνάμεων, δυνητικά επαναστατικών για την παραγωγή πλούτου για το λαό και την απελευθέρωση χρόνου εντός και εκτός της εργασίας. Ο καπιταλισμός, ειδικά στην περίοδο της κρίσης του, όχι μόνο δεν μπορεί να αξιοποιήσει επαρκώς τις κατακτήσεις της επιστήμης, της εργασίας και του πολιτισμού αλλά τις ιδιοποιείται, τις διαστρέφει και τελικά τις στρέφει ενάντια στη σύγχρονη εργατική  τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά μεσαία στρώματα. Οι νέες και συνεχώς εξελισσόμενες παραγωγικές δυνάμεις, οι οξυμένες αντιθέσεις και αντιφάσεις τους με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, παράλληλα με τις μεγάλες δυσκολίες, εμπεριέχουν και εκφράζουν ταυτόχρονα τις σύγχρονες δυνατότητες  για μια βαθιά πολιτική και πολιτιστική επανάσταση στην εργασία, στη γενικότερη οργάνωση της ζωής του εργάτη-δημιουργού. Μπορούν να τροφοδοτήσουν μεγάλες κοινωνικές αναμετρήσεις, ώστε το εξαιρετικά επίκαιρο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»  να αποκτά υλική υπόσταση, να γίνεται υπόθεση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

5. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα βίωσαν και βιώνουν πολύ βαθύτερα την καπιταλιστική κρίση, την αντεργατική και αντιδημοκρατική επιθετικότητα του κεφαλαίου, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τις πολεμικές προετοιμασίες.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όχι μόνον δεν προωθεί την «έξοδο», αλλά εμπέδωσε τα μνημόνια, υποτάχθηκε πλήρως στην ΕΕ και το ΔΝΤ, βαθαίνοντας την εκμετάλλευση και την κερδοφορία ειδικά των πολυεθνικών μονοπωλίων, ενώ πρόσθεσε και μια νέα αμερικανοκρατία. Προωθεί τις επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας στα Βαλκάνια, η οποία, υπό την σκέπη των ΗΠΑ, επιχειρεί να ανακτήσει κάποιες θέσεις, όπως δείχνει η Συμφωνία των Πρεσπών. Η Συμφωνία αυτή δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει οι εθνικισμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων, κυρίως γιατί είναι ενταγμένη στους ευρύτερους νατοϊκούς και ευρωενωσιακούς σχεδιασμούς, παρά ορισμένα θετικά σημεία της.

6. Την ίδια στιγμή, ο τουρκικός καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός, σήμερα. Διεκδικώντας ηγετικό ρόλο στην περιοχή αυξάνει την επιθετικότητά του, τις απειλές πολέμου, προβάλλει αναθεωρητικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μέσω του άξονα Ισραήλ, Αιγύπτου, Κύπρου, στον οποίο συμμετέχει ενεργά ο ελληνικός καπιταλισμός, εντείνει την παρέμβασή του στην Αν. Μεσόγειο για τον έλεγχο ειδικά των πηγών και μεταφορών ενέργειας. Σε αυτό το τοπίο δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για την έναρξη πολεμικών αναμετρήσεων, στην περιοχή μας.

7. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αναπτύσσεται και στην Ελλάδα το ακροδεξιό ρεύμα, αλλά και ο νεοφασισμός, όπως έδειξαν και οι καταλήψεις στα σχολεία. Η ΝΔ επιχειρεί να ενσωματώσει τον εθνικισμό. Έτσι, όχι μόνον επεκτείνει την επίδραση των ιδεών της Ακροδεξιάς, αλλά διευκολύνει την ανάδυση ενός ρεύματος στην ελληνική κοινωνία και μάλιστα στα λαϊκά στρώματα, το οποίο συμπυκνώνει και εκφράζει όλα τα αντιδραστικά ιδεολογήματα που συγκροτούν το φασιστικό λόγο: «νόμος και τάξη», ακραίος εθνικισμός, ρατσισμός, περιφρόνηση στους «αδύναμους» ή τους «διαφορετικούς», σεξισμός, θρησκοληψία, περιφρόνηση της παιδείας και του μορφωτικού αγαθού κ.α.

8. Σε αυτή την αντιφατική κατάσταση, αναπτύχθηκαν και θα αναπτύσσονται ημιαυθόρμητοι εργατικοί, κοινωνικοί και λαϊκοί αγώνες αντίστασης, όπως δείχνει και ο αγώνας των «κίτρινων γιλέκων» στη Γαλλία.

Μέσα σε αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες θα γεννηθούν τα σπέρματα από το μέλλον που θα συναντήσουν τις καλύτερες επαναστατικές παραδόσεις και κατακτήσεις του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Όμως,  το παρελθόν της ήττας βαραίνει ακόμη πάνω στο παρόν. Βαραίνει η στρατηγική κρίση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος από τις καταρρεύσεις και ανατροπές της σοσιαλιστικής απόπειρας του προηγούμενου αιώνα. Βαραίνουν δεκαετίες ρεφορμιστικής και συστημικής πολιτικής στην Αριστερά, μαζί με το σεχταρισμό και τον αριστερισμό. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η ήττα των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων, τους οποίους η αδυναμία και ανεπάρκεια της Αριστεράς, ειδικά της κομμουνιστικής, απέτυχε να αξιοποιήσει.

9. Οι σημερινές εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις είναι ακόμη κατακερματισμένες, ανεπαρκείς και χωρίς σαφή προοπτική, διότι, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, καθορίζονται από την έλλειψη επαναστατικού προγράμματος και προσανατολισμού. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης είναι επείγουσα και δεν αφορά αποκλειστικά κάποιον πολιτικό φορέα ή κάποιους «ειδικούς». Πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να εξελιχθεί μέσα στην ανάπτυξη της δράσης, ανοιχτά μέσα στην εργατική τάξη και το λαό. Εκεί θα δώσει καθένας την συνεισφορά του.

10. Οι ηγεσίες και η πολιτική του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, για διαφορετικούς λόγους και παρά την προσφορά και τους αγώνες τους, δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το καθήκον, αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στις πρόσφατες αναμετρήσεις. Αδυνατούν να συλλάβουν τη νέα κατάσταση. Συνεχίζουν χωρίς ουσιαστική αυτοκριτική της πορείας τους. Γενικά, στην Αριστερά κυριαρχεί ο σεχταρισμός μαζί με τον οπορτουνισμό, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αρχηγισμός και ο κοινοβουλευτισμός. Αναπτύσσεται ένας ενδοαριστερός «εμφύλιος» που φτάνει μέχρι και σε φαινόμενα βίας.

Από την άλλη, ο αναρχικός και αντιεξιουσιαστικός χώρος, παρά τη συμμετοχή τμημάτων του σε συνδικαλιστικούς και αντικατασταλτικούς αγώνες, δεν μπορεί συνολικά να ξεφύγει από την υποτίμηση της πολιτικής, προγραμματικής και οργανωτικής συγκρότησης και σε όψεις του, από το φετιχισμό της βίας και μία μηδενιστική αντικοινωνική στάση.

Για την αντιστροφή και υπέρβαση της κατάστασης

11. Είναι αναγκαίο ένα αποφασιστικό και μαχητικό βήμα αντιστροφής και υπέρβασης. Είναι η ώρα για μια νέα συσπείρωση δυνάμεων που θα συμβάλει στην προγραμματική ανασύνθεση της κομμουνιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Που θα προωθεί ως στρατηγική, τη ρήξη και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού. Με μαχόμενη κριτική αποτίμηση για την ιστορική πορεία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να ισοπεδώνεται η προσφορά του. Με στόχο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα αντάξιο της εποχής μας με βασικό καθήκον την ανασυγκρότηση του διεκδικητικού κινήματος και της Αριστεράς, ώστε να ανακοπεί η πορεία διάλυσης. Για να ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη μέρα, μπροστά στους υπάρχοντες αριστερούς φορείς, ώστε να τεθούν και να τεθούμε όλοι προ των ευθυνών μας.

12. Η συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος για την αντιστροφή της κατάστασης. Το γεγονός ότι οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να προωθούν τη στρατηγική τους, δεν σημαίνει ότι παραιτούνται από τα μέτωπα, από άξονες συσπείρωσης και κοινής δράσης με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα το λαό και τη χώρα.

Γι’ αυτό απαιτείται μια πορεία δημιουργίας ενός σύγχρονου εργατικού και λαϊκού, κοινωνικοπολιτικού μετώπου, που θα υπερασπίζεται τις κατακτήσεις και θα διεκδικεί τα σύγχρονα δικαιώματα των εργαζομένων, του λαού και της νεολαίας, προωθώντας τη ρήξη και ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού. Σε αυτό το μέτωπο, οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό αγώνα με το ταξικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο του, όπως και αντίστροφα, να συμβάλουν έτσι ώστε ο αντικαπιταλιστικός αγώνας να εκφράζεται με τις σύγχρονες αντιιμπεριαλιστικές και δημοκρατικές αιχμές του.

Ένα τέτοιο μέτωπο δεν έρχεται σε σύγκρουση, αντίθετα, ενισχύει τις προσπάθειες για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, τροφοδοτεί την επαναστατική προοπτική.

Ταυτόχρονα, ένα τέτοιο μέτωπο δεν μπορεί να είναι μόνον κοινωνικό. Είναι αναγκαία μια πολιτική συμμαχία των ανατρεπτικών αριστερών δυνάμεων. Που θα συσπειρώσει δυνάμεις ενάντια στο διπολισμό γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, αλλά και ενάντια στην Ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Που θα δώσει νέα πνοή στο μαζικό κίνημα, θα συμβάλει σε νίκες και κατακτήσεις τι οποίες τόσο ανάγκη έχει ο λαός και η νεολαία.

13. Ένα τέτοιο μέτωπο χρειάζεται ένα πρόγραμμα πάλης με βάση τους παρακάτω βασικούς άξονες:

– Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις και λαϊκό εισόδημα, με σταθερές εργασιακές σχέσεις και μείωση του χρόνου εργασίας, προοδευτική φορολογία και προστασία της λαϊκής κατοικίας.

– Παύση πληρωμών, διαγραφή του δημόσιου χρέους, διαγραφή – ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους των λαϊκών στρωμάτων.

– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων με δημοκρατικό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.

– Έξοδος από ευρώ και Ευρωπαϊκή Ένωση, λαϊκή κυριαρχία στη νομισματική πολιτική και σε όλους τους τομείς, στην οικονομία, την πρόνοια, την άμυνα, τη δημόσια περιουσία.

– Ειρήνη και ισότιμη συνεργασία των λαών σε Βαλκάνια, Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Έξοδος από το ΝΑΤΟ, έξω οι βάσεις. Όχι στη νατοϊκή Συμφωνία των Πρεσπών και στον άξονα με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο.

– Υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των εργατικών λαϊκών ελευθεριών, αποφασιστική αντιφασιστική πάλη.

– Δημόσια και δωρεάν υγεία, παιδεία και ασφάλιση για όλους.

– Υπεράσπιση των μικρομεσαίων στρωμάτων και της μικρομεσαίας αγροτιάς.

  • Στήριξη των δικαιωμάτων των νέων εργαζόμενων, των φοιτητών και μαθητών, των γυναικών και όλων των καταπιεζόμενων ομάδων.
  • Υπεράσπιση των προσφύγων και των μεταναστών.
  • Προστασία του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος από την καταστροφή χάριν του κέρδους.

Στο μαζικό κίνημα

14. Τόσο οι πρωτοπόρες πολιτικές δυνάμεις, όσο και το μέτωπο, δοκιμάζονται, κρίνονται και υπηρετούν το μαζικό κίνημα.

Από αυτή τη σκοπιά, για να αναπτυχθούν μαζικοί, νικηφόροι εργατικοί αγώνες, είναι αναγκαίο να εξοπλιστεί το ταξικό συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα διεκδικήσεων για το μισθό, το χρόνο και τις σχέσεις εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας κ.α. Χρειάζεται μετωπική συσπείρωση των αγωνιζόμενων, ταξικών δυνάμεων  για μια μαζική, ενωτική και ανεξάρτητη εργατική ταξική κίνηση που θα συμβάλει σε πλατιά αγωνιστικά σχήματα στους κλάδους και τις επιχειρήσεις. Θα συμβάλει στην ενότητα των διάσπαρτων δυνάμεων σε ένα αγωνιστικό ταξικό δίκτυο ανυπότακτων συνδικάτων, το οποίο θα υπερβαίνει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα αντιπαλεύει το ρεφορμισμό, χωρίς αποχωρήσεις και περιχαρακώσεις από την πλατιά βάση του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος.

15. Απέναντι στην ανάπτυξη των πολεμικών κινδύνων και του εθνικισμού χρειάζεται η ενωτική πάλη ενάντια στην σύγχρονη αμερικανοκρατία, τον ευρωατλαντικό άξονα και την κυβερνητική πολιτική, χωρίς υποκλίσεις σε άλλους ιμπεριαλισμούς. Η πάλη αυτή θα είναι αποτελεσματική εάν εμπνέεται από τον ευρύτερο αγώνα για εθνική ανεξαρτησία με σαφή αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, για λαϊκή κυριαρχία με εργατική ηγεμονία και για ισότιμη διεθνιστική συνεργασία των λαών. Σε αυτή την πάλη, οι πρωτοπόρες δυνάμεις οφείλουν να συνδέουν τον πατριωτισμό με τον ταξικό διεθνισμό και αντίστροφα, ενάντια και στον αστικό κοσμοπολιτισμό και στον αστικό εθνικισμό.

Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται η κοινή δράση όλων των αντιπολεμικών συλλογικοτήτων και η δημιουργία ενός ενωτικού μαζικού κινήματος για την προάσπιση της ειρήνης.

16. Απαιτείται η μετωπική προάσπιση και ανάπτυξη των δημοκρατικών, συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, από την ακροδεξιά επιθετικότητα και τη φασιστική απειλή, από τη μόνιμη αντιδημοκρατική «εκτροπή» με κοινοβουλευτικό μανδύα. Για αυτό χρειάζεται η κοινή μετωπική δράση όλων των αντίστοιχων δημοκρατικών και αντιφασιστικών συλλογικοτήτων, η αποφασιστική απομόνωση του νεοφασισμού από το μαζικό κίνημα και η δημιουργία μιας πλατιάς δημοκρατικής αντιφασιστικής κίνησης μετωπικού χαρακτήρα.

17. Από τις βασικές προτεραιότητες είναι η συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος της νεολαίας, η οποία δέχεται μεγάλες επιθέσεις στην εργασία αλλά και στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, στο στρατό και στον πολιτισμό. Είναι εμφανής η ανάγκη για μία μετωπική κοινωνική και πολιτική πρωτοβουλία νεολαίας που να επιχειρεί να αναμετρηθεί με το σύνολο των πεδίων του νεολαιίστικου κινήματος.

Στις πολιτικές και εκλογικές μάχες

18. Οι σημερινές συνθήκες, οι κίνδυνοι, η κατάσταση στο κίνημα, αλλά και οι νέες δυνατότητες, έχουν ανάγκη από την κοινή δράση, αλλά και την πολιτική συνεργασία όλων των αριστερών και κινηματικών δυνάμεων, πρώτα από όλα στο μαζικό κίνημα αλλά, όπου είναι δυνατόν, και στις εκλογικές μάχες. Με ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα πάλης, με ισότιμη συλλογική έκφραση και με τις νεότερες γενιές μπροστά. Σήμερα, απαιτείται η δημιουργία και ενίσχυση ενός μαζικού ενωτικού ρεύματος για:
– Μετωπικά δημοτικά και περιφερειακά σχήματα και λαϊκά μαχητικά ψηφοδέλτια, για την ανάπτυξη αγώνων στις πόλεις, για την επίδραση στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, με τη συνεργασία των αριστερών δυνάμεων πριν, αλλά και μετά τις εκλογές.
– Μια μαχητική μαζική και εκλογική κίνηση υπέρ της εξόδου από ευρώ και ΕΕ, με αριστερή, ανεξαρτησιακή και διεθνιστική κατεύθυνση, ενάντια τόσο στο νεοφιλελεύθερο φιλο-ΕΕ όσο και στο ακροδεξιό «ευρωσκεπτικιστικό» μέτωπο.
– Μια αντίστοιχη ενωτική και αριστερή ανατρεπτική κατεύθυνση, σε περίπτωση πρόωρων εθνικών εκλογών.

19. Αντιλαμβανόμαστε τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτές τις στοχεύσεις και τις αντίστοιχες διαδικασίες οικοδόμησής τους, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα που αναδεικνύονται από τη σημερινή περίοδο. Οι υπογράφοντες έχουμε το δικό μας μερίδιο ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Παρά τις προγραμματικές μας διαφορές, ενώνουμε ισότιμα τις δυνάμεις μας σε έναν ανοιχτό συντονισμό δράσης και διαλόγου κομμουνιστικών δυνάμεων με στόχο πρωτίστως την ανασύνθεση του κομμουνιστικού προγράμματος. Που θα συμβάλει στην ανασυγκρότηση και συσπείρωση της ριζοσπαστικής Αριστεράς καθώς και στην αναγέννηση του μαζικού κινήματος στη χώρα μας.

20. Η πορεία αυτή είναι μακριά και δύσκολη. Αλλά κάθε πορεία ξεκινά με ένα μικρό βήμα προς τα μπρος.

 

Αθήνα, 18 Ιανουαρίου 2019

ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

ΚΙΝΗΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

ΣΥΛΛΟΓΟΣ Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ

Ευρωατλαντικός διπολισμός χωρίς βαρίδια: για την αποχώρηση Καμμένου από την κυβέρνηση

Η αποχώρηση (μερικών εκ) των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση και η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Τσίπρα αποτελούν μια προαναγγελθείσα εδώ και καιρό εξέλιξη που σηματοδοτεί τη μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού στη «μεταμνημονιακή» Ελλάδα. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στρέφεται ανοικτά στο νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό ακραίο κέντρο, αφήνοντας πίσω λαϊκιστικά και πατριδοκάπηλα βαρίδια. Θα μπορεί πλέον να εκφράσει ανοικτά και χωρίς εμπόδια τις προσδοκίες της ελληνικής άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού.

Ο Τσίπρας αναδεικνύεται στον αγαπημένο άνθρωπο των δυναμικών κέντρων σε όλα τα επίπεδα. Η ολοφάνερη στήριξη της Μέρκελ με αφορμή το Μακεδονικό, σημαίνει ταυτόχρονα πολλαπλή στήριξη της ευρωπαϊκής ηγεσίας σε όλες τις κρίσιμες και στρατηγικές κατευθύνσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ: Ευθυγράμμιση με διακυβέρνηση Τραμπ, ένταξη στον αντιδραστικό άξονα ΗΠΑ – Ισραήλ, δέσμευση της Ελλάδας επί δεκαετίες σε σκληρό «μεταμνημονιακό» αλλά στην ουσία μνημονιακό πρόγραμμα, επίλυση παλιών εθνικιστικών διαφορών στα Βαλκάνια σε όφελος της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης και του ΝΑΤΟ, εξασφάλιση κοινωνικής νηνεμίας. Όλα αυτά δεν θα υπήρχαν χωρίς τον Τσίπρα. Το γεγονός αυτό του το αναγνωρίζουν οι χθεσινοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ ανά την Ευρώπη και τον κόσμο και για αυτό ακριβώς (και όχι μόνο για τις Πρέσπες) τον «ευγνωμονούν», όπως ανέφερε η Μέρκελ.

Η κίνηση προς τα μπρος του Τσίπρα, σηματοδοτεί ακόμα την αδήριτη -για τον αμερικανικό και ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό- ανάγκη να περάσει και να εφαρμοστεί η συμφωνία των Πρεσπών. Να ανοίξει δηλαδή διάπλατα και χωρίς αστερίσκους ο δρόμος για την ολοκληρωτική εμπέδωση του ΝΑΤΟ στη Βαλκανική, την ακόμα στενότερη περικύκλωση της Ρωσίας, την αύξηση της πίεσης στη Σερβική παραφωνία. Αποτελεί βροντερή δήλωση του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν θα διστάσει προ ουδενός προκειμένου να αναδειχθεί στη βασική και αποτελεσματικότερη μέχρι σήμερα πολιτική δύναμη σε όφελος του ξένου παράγοντα.

Οι ΑΝΕΛ επιδιώκουν με τη θεατρική τους έξοδο την κοινοβουλευτική τους επιβίωση, πράγμα όμως εξαιρετικά δύσκολο. Αφενός ο Τσίπρας τους διαλύει ως κόμμα αφαιρώντας τους τη μισή και πλέον κοινοβουλευτική ομάδα, αφετέρου – και σημαντικότερο – η μεταμνημονιακή πραγματικότητα δεν έχει ανάγκη καμμιά πατριδοκάπηλη ρητορεία στο πλάι ενός εκσυγχρονισμένου, ευρωπαϊκής κοπής νεοφιλελευθερισμού. Δίπλα στη γενικευμένη αναξιοπιστία του Καμμένου βαραίνει η νέα φάση των πολιτικών εξελίξεων και η ανάγκη συγκρότησης δύο καθαρών πόλων κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς που θα εναλλάσσονται ομαλά, εφαρμόζοντας όμοια πολιτική. Σε αυτή τη νέα περίοδο οι ΑΝΕΛ δεν χρειάζονται πλέον.

Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Τσίπρα, είναι μάλλον δεδομένη, αν και στην πολιτική υπάρχουν πάντα εκπλήξεις. Δύο μέρες μετά την επίσκεψη και την έγκριση/επιβράβευση του ΣΥΡΙΖΑ από τη Μέρκελ, η προσφυγή στην ανανέωση της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης είναι δείγμα ανάκτησης της πρωτοβουλίας των κινήσεων στο αστικό στρατόπεδο, και όχι αδυναμίας. Ενόψει μάλιστα της ψηφοφορίας στη Βουλή, είναι αναμενόμενο να κυριαρχήσουν τα πιο ποταπά προσωπικά και οικονομικά κίνητρα, ειδικά μάλιστα από αυτό το πολιτικό και κοινοβουλευτικό προσωπικό και την ιδιαίτερη ποιότητα που το διακρίνει. Είναι επίσης αναμενόμενο ο ξένος παράγοντας και ειδικά η πρεσβεία των ΗΠΑ να έχει αυξημένο ρόλο και λόγο τα επόμενα εικοσιτετράωρα καθώς θα θέλει να στηρίξει τον εκλεκτό της.

Ουδείς επιδιώκει αυτή τη στιγμή την καταψήφιση της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα είναι ίσως ο μοναδικός λιγότερο χαμένος αν η κυβέρνηση Τσίπρα δεν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε μία τέτοια περίπτωση θα παραδώσει στον Μητσοτάκη το Μακεδονικό και θα υπερασπιστεί την πολιτική ασφυκτικής πρόσδεσης στο άρμα των ΗΠΑ. Αντίθετα, ο Μητσοτάκης παραλαμβάνοντας την καυτή πατάτα της συμφωνίας των Πρεσπών, θα υποχρεωθεί σε μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα καθώς αυτή θα είναι η επιθυμία και διαταγή ΗΠΑ και ΕΕ. Ανάληψη τώρα της πρωθυπουργίας από τον Μητσοτάκη συνιστά τεράστιο πρόβλημα για τη ΝΔ. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις (ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) έχουν κάθε συμφέρον να κερδίσουν πολιτικό χρόνο και παράταση παραμονής σε υψηλά αμοιβόμενες καρέκλες, καθώς θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο από το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Με δύο λόγια, όλοι – αν και δεν μπορούν να το πουν ανοικτά – είναι υπέρ της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.

Ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής σημαίνει μια νέα προσπάθεια στήριξης των δανειστών -και ειδικά της ηγεσίας της ΕΕ- προς τον Τσίπρα, με διάφορα ανταλλάγματα και δωράκια που θα στηρίζουν τον μύθο της διαφορετικότητας ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Η δήλωση Τσίπρα ότι πάει για τους 151 θετικές ψήφους ώστε να περάσει μια σειρά από «φιλολαϊκά» νομοσχέδια για τον κατώτατο μισθό, την προστασία της πρώτης κατοικίας, την αποκατάσταση των παλαιότερων αδικιών, καθώς και η ίδια η συνταγματική αναθεώρηση, σηματοδοτούν την φιλοδοξία ΣΥΡΙΖΑ να δώσει με φιλοδοξίες τη μάχη των εκλογών και αν χάσει, να χάσει με τέτοια διαφορά που να του επιτρέπουν να ανακάμψει με αφορμή τις Προεδρικές εκλογές του 2020.

Η πανταχόθεν στήριξη Τσίπρα στο Μακεδονικό και όχι μόνο δημιουργεί δυσχέρειες στη ΝΔ, καθώς μπορεί να τρώει από την φυσιολογική φθορά μιας κυβέρνησης που έβγαλε δύσκολο έργο, αλλά εμφανίζεται διπρόσωπη και αναξιόπιστη απέναντι στα φυσικά και ιστορικά της στηρίγματα (ΗΠΑ, αγορές, άρχουσα τάξη). Ειδικά η επιθετική κίνηση Τσίπρα να αναζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης δύο μέρες μετά την συνάντησή του με τη Μέρκελ δείχνει ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι επιχειρεί να ορίσει την αστική ατζέντα με τη σύμφωνη γνώμη των επικυρίαρχων της χώρας.

Ο κόσμος που ζει στην πραγματική κοινωνία και στην πραγματική οικονομία δεν δίνει καμιά ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Τσίπρα. Ωστόσο η παθητική στάση δεν αλλάζει, καθώς μάλιστα ο διπολισμός ενισχύεται και στήνεται το σκηνικό για ένταση ενός καβγά χωρίς πραγματική ουσία και νόημα. Οι πολιτικές ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι όμοιες, βρίσκονται στο ίδιο πλαίσιο, υπηρετούν με διαφορετικές ταχύτητες και προσωπεία τον ίδιο στόχο. Τα λαϊκά συμφέρονται βρίσκονται στην εντελώς αντίπαλη όχθη από την όχθη στην οποία κοκορομαχούν Τσίπρας και Μητσοτάκης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως Νέρωνας και οι διορισμοί στην εκπαίδευση

Στο χώρο της εκπαίδευσης το Υπουργείο εξαγγέλλει νέο σύστημα διορισμών. Βέβαια το θέμα δεν είναι οι διορισμοί, αλλά μια νεοφιλελεύθερη ρύθμιση που ήθελε να κάνει το σύστημα εδώ και χρόνια. Ήθελε να σπάσει την αντιστοίχιση πτυχίο = επαγγελματικό δικαίωμα και να το μετατρέψει σε ατομική υπόθεση, σε χτίσιμο βιογραφικού, σε portfolio πτυχίων, “προσόντων”, χαρτιών. Γι’ αυτό και οι κουτοπόνηροι του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινάνε από την Ειδική Αγωγή τις 4.500 προσλήψεις. Γιατί στην Ειδική Αγωγή τα τμήμα ΑΕΙ είναι λίγα (βασικά το Τμήμα του Βόλου). Οι απόφοιτοι δεν αρκούν, οπότε αυτοί που δουλεύουν εδώ και χρόνια αναπληρωτές είναι μαθηματικοί, φυσικοί κλπ με μεταπτυχιακά ή σεμινάρια ειδικής αγωγής.

Προεκλογικά θα μπει μπροστά η διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ για τους 4.500 διορισμούς στην Ειδική Αγωγή. Μιλάμε για ανθρώπους που εδώ και χρόνια δουλεύουν έτσι κι αλλιώς στην εκπαίδευση και δεσμεύουν το αντίστοιχο κονδύνι στον προϋπολογισμό. Στην ουσία ήταν μόνιμοι που αναπλήρωναν τον εαυτό τους. Κάτι σαν αορίστου με απόλυση το καλοκαίρι. Ο και τύποις διορισμός τους θα είναι το τυράκι για να περάσει το σπάσιμο της αντιστοίχισης πτυχίο = επαγγελματικό δικαίωμα.

Οι υποτιθέμενοι επιπλέον 10.500 διορισμοί στη Γενική Εκπαίδευση για το 2020-2022, που εξαγγέλλει ο Γαβρόγλου, είναι προεκλογικό αίσχος στα πλαίσια της κοκορομαχίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Αφού σε λίγους μήνες θα έχουμε εκλογές και νέα κυβέρνηση, πως η παρούσα μιλάει για διορισμούς της επόμενης; Αφού για τις συντάξεις και για κάθε δημοσιονομικό μέτρο οι αποφάσεις παίρνονται στο παρά πέντε και αφού ελέγξει το ευρωπαϊκό ιερατείο τα δημοσιονομικά, πως ξέρουν εν έτει 2018 τα δημοσιονομικά του 2021; Η λέξη απάτη δε μπορεί να περιγράψει ακριβώς το ήθος αυτών των ανθρώπων, που εξακολουθούν καθημερινά να λερώνουν το όνομα της αριστεράς.

Δε σταματούν όμως εδώ τη χυδαιότητα, στα πλαίσια του προεκλογικού στησίματος του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ταυτόχρονα το Υπουργείο προχωράει και στην εξαγγελία 2 ακόμα «φιλοεκπαιδευτικών» μέτρων. Τη σταδιακή μείωση του ανώτατου αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Στα 22 στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά, στα 25 στα λύκεια. Χρόνιο αίτημα των εκπαιδευτικών. Για όσους σαλαμοποιούν βέβαια τα αιτήματα και τους στόχους του λαϊκού κινήματος.

Στην ουσία η κυβέρνηση συμπεριφέρονται σα σύγχρονοι Νέρωνες. Αφού συνεχίζουν να καταστρέφουν τη χώρα με την υπερδεκαετή μνημονιακή λιτότητα, έρχονται να προτείνουν τρόπους «επούλωσης»…

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, του ΙΟΒΕ, του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις και θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες. Η αναλογία θάνατοι/γεννήσεις ήταν έτσι κι αλλιώς κοντά στα αντίστοιχα προβληματικά όρια της υπόλοιπης Ευρώπης και πριν την κρίση, όμως τις δεκαετίες 1990-2000 στο δημογραφικό της Ελλάδας έδωσε ώθηση η είσοδος ξένων εργατών από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία κοκ. Με την είσοδο της χώρας στα μνημόνια το 2010 πολλοί από αυτούς τους εργάτες γύρισαν στις χώρες τους. Σημειωτέον ότι είχαν γεννήσει παιδιά στην Ελλάδα και το κύμα αυτό εξόδου έγινε ιδιαίτερα αισθητό στα ελληνικά σχολεία, που άδειαζαν οι τάξεις. Μεταξύ 2011 και 2015 ο αριθμός των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών μειώθηκε από τους 159.500 στους 70.300!!!

Η άλλη πιο σημαντική πλευρά είναι η ραγδαία μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα της κρίσης. Η μείωση των γεννήσεων μετά την έναρξη της κρίσης κατά σχεδόν 30%, από 118,3 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017, άρχισε ήδη να αποτυπώνεται στον αριθμό των νηπίων στο νηπιαγωγείο (από 162.000 το 2014 σε 155.200 το 2015) και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου (από 107.200 το 2016 σε 101.900 το 2017).

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ ο συνολικός αριθμός των μαθητών από 1,48 εκ το 2008 θα μειωθεί σε 1,05 εκ περίπου (29,2 % ή 423,3 χιλ λιγότεροι μαθητές) μέχρι το 2035, όταν δηλαδή θα έχει ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα και η πιο πρόσφατη μείωση γεννήσεων που σημειώθηκε το 2017.

Οι επιπτώσεις της έναρξης μείωσης των γεννήσεων που σημειώθηκε το 2010 θα αρχίσουν να αποτυπώνονται στη λειτουργία του Γυμνασίου από το 2022, ενώ στα Γενικά και τα Επαγγελματικά Λύκεια από το 2025. Με βάση λοιπόν ότι με τα μνημόνια χάθηκαν – και θα συνεχίζουν να χάνονται – ολόκληρες γενιές, ανάλογα θα αναπροσαρμόζονται και οι ανάγκες σε εκπαιδευτικούς. Ο αριθμός των εκπαιδευτικών από 190.000 χιλ το 2009, σήμερα είναι περίπου 130.000 χιλ και ενδέχεται να μειωθεί έως το 2035 σε 110.000 χιλ. Μόνο από τη δημογραφική εξέλιξη και αν δεν έχουμε άλλες δυσμενείς αλλαγές σε ωράρια εκπαιδευτικών, αναλυτικά προγράμματα κοκ.

Τα παραπάνω τα ξέρει η κυβέρνηση και ξέρει και ότι οι 10.500 διορισμοί για το 2020-2022 είναι ένα κενό σύνθημα στα πλαίσια της προεκλογικής χυδαιότητας σε μια χώρα που γερνάει και σε μια κοινωνία κατεστραμμένη από τη λιτότητα. Με βάση ότι οι τάξεις σταδιακά θα αδειάζουν, λόγω μείωσης του μαθητικού πληθυσμού, η κυβέρνηση εξαγγέλλει μια – όχι ανάλογη – μικρή μείωση στον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα. Και είναι τόσο κυνική που χτίζει το πρόγραμμά της στην παιδεία, εκμεταλλευόμενη το δημογραφικό πρόβλημα και όχι λύνοντας το. Υπόσχεται κάλυψη όλων των παιδιών στους παιδικούς σταθμούς, δίχρονη υποχρεωτική προσχολιική αγωγή κ.α. Σα μπακάληδες έχουν βγάλει τα excel και τα τεφτέρια. Μη υπολογίζοντας ότι οι συνέπειες της λιτότητας είναι πολλαπλασιαστικές, καθώς η υπογεννητικότητα υποσκάπτει την όποια ανάπτυξη και οι μισθοί πείνας με τη φοροληστεία θα συνεχίσουν να διώχνουν τους 30άρηδες στο εξωτερικό.

Το αν θα διορίσει μερικές εκατοντάδες εκπαιδευτικούς το 2021 πχ σε μια ειδικότητα που εμφανίζονται περισσότερες ελλείψεις (Φυσικοί, Βιολόγοι) ή αν θα αλλάξει τα αναλυτικά προγράμματα για να εξοικονομήσει από άλλες ειδικότητες (πχ Μαθηματικούς) θα είναι το αντικείμενο της κοκορομαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ. Όμως το πλαίσιο της λιτότητας θα είναι ίδιο και οι τάξεις θα συνεχίζουν να αδειάζουν…

Στην ουσία το εκπαιδευτικό πρόβλημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το συνολικό πρόβλημα της χώρας.

Μια πολιτική αντιμετώπισης του δημογραφικού σημαίνει ανατροπή της λιτότητας. Μείωση των φόρων για τα εργαζόμενα στρώματα και τους μικρομεσαίους, αύξηση των μισθών, δημόσιες επενδύσεις.

Για το χώρο των εκπαιδευτικών σημαίνει, επιπλέον, ανατροπή των μνημονιακών νόμων των περικοπών (αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, ανατροπή πολλαπλών ρυθμίσεων μείωσης προσωπικού). Ανατροπή του ν. Κατρούγκαλου που κρατάει τους εκπαιδευτικούς μέχρι τα 67 στην τάξη. Και στο πλαίσιο αυτό μείωση των μαθητών ανά τμήμα. Με αυτά τα μέτρα θα μπορούσαμε να έχουμε διορισμούς στην εκπαίδευση. Με τη διαχείριση της «μεταμνημονιακής» κακομοιριάς όχι και η κυβέρνηση ψεύδεται συνειδητά για να κρατάει σε προεκλογική ομηρία τους αδιόριστους  – αναπληρωτές εκπαιδευτικούς.

Όλα αυτά είναι στον αντίποδα της πολιτικής της κυβέρνησης. Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ, για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση ότι καταφέρνει να κάνει τη βρώμικη δουλειά του συστήματος, καλύτερα από τη δεξιά. Και προχωράει στην εκπαίδευση τη διάλυση του πτυχίου και εμπεδώνει το δρόμο του ατομικού δρόμου, του αέναου κυνηγιού αναζήτησης ατομικών προσόντων και πτυχίων για το δικαίωμα στην εργασία. Και στήνει το δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ αναπαραγωγής του «μεταμνημονιακού» πολιτικού συστήματος με ένα «φιλολαϊκό» προφίλ περί διορισμών και μείωσης μαθητών ανά τμήμα.

Και όλα αυτά ενώ οι τάξεις θα συνεχίζουν να αδειάζουν και οι νέοι να κυνηγούν το ένα πτυχίο μετά το άλλο…

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Το ΚΚΕ και τα κίτρινα γιλέκα

Διανύουμε μια περίοδο όπου το λαϊκό, το εργατικό και γενικά το ανταγωνιστικό στο σύστημα κίνημα βρίσκεται σε πλήρη αποσύνθεση. Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με τα απόνερα της κατάρρευσης του ΄89-΄91 και της συνακόλουθης αστικής εφόρμησης για εμπέδωση του αντικομμουνισμού και του καπιταλιστικού μονοδρόμου. Ενώ η κρίση σε διεθνές επίπεδο χτυπάει κόκκινο και το αίτημα μιας διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης θα έπρεπε να είναι στην ημερήσια διάταξη, οι αντιδράσεις είναι υποτυπώδεις, αναιμικές, πρωτόλειες. Σε πλανητικό επίπεδο καταγράφεται μια εκκωφαντική αναντιστοιχία μεταξύ αναγκών και ανταπόκρισης του οργανωμένου υποκειμενικού παράγοντα.

Στα πλαίσια αυτά, έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος που στέκεται και αξιολογεί κανείς κινήματα όπως αυτό των “κίτρινων γιλέκων” στη Γαλλία. Το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” έχει απασχολήσει αρκετά τη διεθνή και εγχώρια επικαιρότητα. Συζητιέται σε καφενεία, σε χώρους εργασίας, σε τηλεοπτικά παράθυρα. Απασχολεί τους πολιτικούς φορείς, ιδίως τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς. Η οπτική γωνία και η στόχευση είναι συνήθως καθοριστικές για την άποψη που επιλέγει να υιοθετήσει και τη στάση που επιλέγει να τηρήσει ο καθένας. Ειδική αξία έχει όμως η τοποθέτηση της αριστεράς και ειδικά της κομμουνιστικής απέναντί του.

Αίσθηση προκαλεί η τοποθέτηση του ΚΚΕ για το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Όχι γιατί δεν ήταν αναμενόμενη, αλλά γιατί είναι αμυντική, αβασάνιστη, συνομωσιολογική.  Διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη (Για ποιον … φωσφορίζουν τα «κίτρινα γιλέκα»;) ότι:

α. μάλλον το κίνημα των κίτρινων γιλέκων κατευθύνεται από τις ΗΠΑ ή τη Λεπέν (“το ζήτημα έχει και γεωπολιτικές προεκτάσεις, όπως προδίδει η συζήτηση γύρω από την εμπλοκή του πρώην συμβούλου του Αμερικανού Προέδρου Στιβ Μπάνον, που επιχειρεί να συντονίσει στην ΕΕ αστικές εθνικιστικές δυνάμεις, ανάμεσά τους και τον «Εθνικό Συναγερμό» της Λεπέν”, “τη στήριξή της στα κίτρινα γιλέκα εξέφρασε από την πρώτη στιγμή η Λεπέν”, “αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στις διαδηλώσεις εμφανίζονται να παίζουν ρόλο νεοναζιστικά τάγματα εφόδου”).

β.  “τα κίτρινα γιλέκα θυμίζουν αρκετά τα λεγόμενα «κινήματα» των «αγανακτισμένων» και της «πλατείας», που κάθε άλλο παρά «αυθόρμητα» ήταν”. Τα κινήματα αυτά απολογίζονται στο πόδι ως “κινήματα που εκκολάφθηκαν σε συνθήκες ανόδου της λαϊκής δυσαρέσκειας για την αντιλαϊκή πολιτική και αξιοποιήθηκαν για να επιταχύνουν διεργασίες και ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα, σε Ισπανία, Ελλάδα και αλλού, εγκλωβίζοντας τελικά το λαό σε «εναλλακτικές» κομμένες και ραμμένες στις ανάγκες του κεφαλαίου”.

γ.  η κοινωνική τους σύνθεση συνιστά ασυγχώρητο παράπτωμα: “Στα «κίτρινα γιλέκα» ξεχωρίζει η συμμετοχή μικρομεσαίων στρωμάτων, ειδικά από την επαρχία και πολλών μικροεπιχειρηματιών”.

δ. το “κείμενο διεκδικήσεων” που κυκλοφόρησε αποτελεί απαύγασμα οπορτουνισμού και επαναστατικής μειοδοσίας.

Η τοποθέτηση του ΚΚΕ είναι επιεικώς απαράδεκτη. Ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα κινήματα, που έχει στριμώξει την κυβέρνηση Μακρόν επί ένα μήνα και την αναγκάζει σε πολιτική αναδίπλωση, χρεώνεται ως “αμερικάνικος δάκτυλος”. Και αυτό ως θέση αρχής περισσότερο, παρά ως λογική αλληλουχία γεγονότων και συμπερασμάτων. Η φιλολογία γύρω από τον Στιβ Μπάνον θεωρείται αρκετή από το ΚΚΕ για να ξεμπερδεύει σχετικά με την προέλευση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων. Αν είναι έτσι όμως, κάθε κίνημα που θα ξεσπάει, θα έχει μια αντικειμενική λειτουργία υπέρ μιας ιμπαριαλιστικής χώρας και κατά μιας άλλης, άρα και “κομμουνιστικής” υφής κινήματα θα μπορούσε να τα χρέωνε στον ιμπαριαλισμό μια τέτοια μεθοδολογία.

Το ΚΚΕ σπεύδει να δικαιώσει την απελπισμένη προσπάθεια της Λεπέν να ψαρέψει σε θολά νερά και να οικειοποιηθεί το κίνημα των κίτρινων γιλέκων. Ακόμα και οι Γάλλοι ναζί δε θα μπορούσαν να είναι τόσο αισιόδοξοι ως προς την αποτελεσματικότητα και το ρόλο που τους αποδίδει το ΚΚΕ στην εμφάνιση του νέου αυτού κινήματος. Ενός κινήματος που κάθε άλλο παρά αντιμεταναστευτική ρητορική έχει, ενώ το πρόγραμμά του είναι οι διεκδικήσεις των λαϊκών στρωμάτων, των όλο και φτωχότερων εργαζομένων.

Η ταξινόμηση μαζί με τους “αγανακτισμένους” της Αθήνας και τους “Podemos” της Ισπανίας θεωρείται κίνηση ματ από το ΚΚΕ, καθώς έχει φροντίσει να αποδομήσει τα δύο παραπάνω κινήματα, να τα χρεώσει ως αστικά δημιουργήματα, να τα κρίνει εκ του αποτελέσματος και εκ των κυβερνήσεων που τα ακολούθησαν. Όμως κινήματα που ξεσπούν στη σημερινή εποχή έχουν το σπέρμα του μισού, της ήττας, του ανολοκλήρωτου. Το πιο πιθανό είναι να τα διαχειριστεί και αξιοποιήσει ο αντίπαλος. Το εύκολο και ανέξοδο είναι να τα καταγγείλουμε. Το δύσκολο είναι να τα επενδύσουμε πολιτικά, να τα αγκαλιάσουμε, να τα καθοδηγήσουμε και να παίξουμε ρόλο ώστε να γίνουν νικηφόρα και μέρος μιας διαδικασίας υπέρβασης του σημερινού καταθλιπτικού συσχετισμού δυνάμεων. Μέχρι να αλλάξουν οι συσχετισμοί των δυνάμεων και να δημιουργηθούν σοβαρά αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ξεσπούν κινήματα; Όταν ξεσπούν πρέπει να καταγγέλλονται ως προδοτικά; Όλα τα κινήματα αυτά ανήκουν στην αστική τάξη και τους αμερικάνους;

Τα κίτρινα γιλέκα δεν είναι ένα κίνημα που θα ρίξει τον καπιταλισμό. Ούτε ένα κίνημα που θα σφραγίσει τον 21ο αιώνα. Ούτε έχει κομμουνιστικό πρόσημο και ιδεολογία. Ούτε έχει αμιγώς εργατικά χαρακτηριστικά. Δεν καθοδηγείται από κάποια οργανωμένη δύναμη με επαναστατικό προσανατολισμό (αφού δε φαίνεται να υπάρχει κάποια τέτοια υπολογίσιμη δύναμη στη Γαλλία). Δε θα λύσει το πρόβλημα των λαών και της εργατικής τάξης στον 21ο αιώνα.

Δημιουργεί όμως αντικειμενικά μια αισιοδοξία σε όσους επιμένουν να τοποθετούνται απέναντι στον οδοστρωτήρα του καπιταλισμού, της ΕΕ, των αστικών μονοδρόμων. Σε όσους θεωρούν ότι η ιστορία δεν τέλειωσε το ΄91, αλλά πρέπει και πρόκειται να εκτυλιχθούν νέα και καθοριστικά επεισόδια της ταξικής πάλης που θα αλλάξουν τα σημερινά καταθλιπτικά τοπία υπέρ των εργαζομένων. Η αισιοδοξία ως τοποθέτηση (αλλά και ως ψυχολογία) είναι αναπόσπαστο συστατικό για όσους τοποθετούνται με την πλευρά της επανάστασης, του σοσιαλισμού, της ανατροπής του καπιταλισμού. Επιπλέον, τα κίτρινα γιλέκα συνιστούν ένα βασικό επιχείρημα για τους λαούς να αγωνίζονται. Τονώνουν την αισιοδοξία του αγώνα, σε καιρούς που ο αγώνας είναι ντεμοντέ, ηττημένος και μάταιος. “Ο αγώνας έχασε… για ακόμα μια φορά ζήτω ο αγώνας!”, φωνάζουν τα κίτρινα γιλέκα. Φέρνουν αντικειμενικά μια κινηματική ανάταση, ασχέτως του αν τελικά θα νικήσουν.

Κινήματα όπως των κίτρινων γιλέκων, των πλατειών στα 2010-2012 στην Ελλάδα ή των Podemos στην Ισπανία υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η ταξική πάλη είναι πάντοτε παρούσα. Δε διαγράφεται – δεν εξορίζεται από την κοινωνική και πολιτική σφαίρα, όσα διατάγματα και αναθέματα και να βγάλουν οι κονδυλοφόροι του συστήματος, όση απουσία – αδιαφορία – ανικανότητα – ανυπαρξία και να επιδείξει η αριστερά. Η ταξική πάλη, η λαϊκή οργή, η θέληση για συλλογική διεκδίκηση είναι παρούσες κόντρα σε θεούς και δαίμονες. Αυτό είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που θέτουν τα κίτρινα γιλέκα.

Τα κινήματα αυτά έχουν περιορισμούς και όρια που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν. Είναι και δεν είναι αυθόρμητα. Είναι αυθόρμητα καθώς δεν καθοδηγούνται από κάποιο πολιτικό κόμμα. Δεν είναι αυθόρμητα γιατί τίποτα δεν είναι τελείως ανεξάρτητο και ξεκομμένο από την πολιτική ζωή γενικά. Καθώς δεν υπάρχει διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ως καθοδηγητικό κέντρο για τους αγώνες των λαών και της εργατικής τάξης, ούτε σοβαρά αριστερά/κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις σε καμμιά χώρα, είναι φυσικό επόμενο κάθε κίνημα που ξεσπάει να είναι ανεπαρκές και θνησιγενές. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταγγέλλεται και να κατακεραυνώνεται; Πολύ περισσότερο να χρεώνεται στους πράκτορες του καπιταλισμού; Ή ακόμη χειρότερα στους φασίστες;

Φυσικά όταν γίνεται λόγος για ταξική πάλη, δεν είναι δυνατό να σημαίνει απλά και μόνο μια χυδαία, γραμμική και “εργαστηριακή” σύλληψη του στιλ “από εδώ οι εργάτες” και “από εκεί οι αστοί”. Ο Λένιν σημείωνε ότι όποιος περιμένει να δει μια καθαρή επανάσταση και δύο σαφώς οριοθετημένα και τακτοποιημένα στρατόπεδα “αστοί/προλετάριοι” δεν πρόκειται να τη δει ποτέ. Και ως τώρα η αλήθεια είναι κανείς δεν την έχει δει. Η πραγματική κίνηση είναι πάντα πιο πλούσια από τα σχέδια επί χάρτου και τα μανιφέστα. Επί του παρόντος το αντικείμενό μας δεν είναι η επανάσταση, αλλά πιο πρωτόλεια ζητήματα – καθήκοντα. Και στο επίπεδο αυτό όμως, αν το κριτήριό μας είναι η “καθαρότητα” που απορρίπτει τις “ανεπαρκείς κινηματικές συγκροτήσεις”, τότε δεν πρόκειται να γίνουν βήματα μπροστά.

Η απαιτητικότητά μας απέναντι στα κινήματα που ξεσπούν εν πολλοίς ερήμην την κομμουνιστικής αριστεράς δε μπορεί να είναι τόσο απόλυτη. Κυρίως επειδή η αριστερή/κομμουνιστική πολιτική και παρέμβαση είναι από ανίσχυρη έως απούσα διεθνώς. Για να είμαστε σοβαροί, πρέπει να τηρείται κάποιο μέτρο. Όσο πιο πολύ ανταποκρίνεται κανείς στα καθήκοντά του, τόσο πιο αυστηρός δικαιούται να είναι απέναντι στους άλλους. Αν η κομμουνιστική αριστερά είναι τόσο συνεπής, σοβαρή και αποτελεσματική σε σχέση με τα καθήκοντά της, τότε μπορεί να κατακεραυνώνει ανθρώπους ή κινήματα που “δε στέκονται στο ύψος που θα έπρεπε”. Αν όμως είναι κατά βάση απούσα, ανήμπορη, παραιτημένη και θεωρητικολογεί, τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να υψώνει τον πήχη των προσδοκιών στα ουράνια για τους άλλους. Επιεικής με τον εαυτό μας και αυστηροί με τους άλλους, είναι η σίγουρη συνταγή για την αποτυχία, τη γελοιοποίηση και τη γραφικότητα. Τότε κανείς δε σε παίρνει στα σοβαρά και με το δίκιο του.

Το ΚΚΕ έχει επιλέξει μια αδιέξοδη στάση. Να θεωρητικολογεί χωρίς τέλος και σε ό,τι αφορά στο πρακτικό πεδίο να αρκείται σε κινήσεις και συσπειρώσεις γύρω από τον εαυτό του, οι οποίες συσπειρώνουν κάτι ελάχιστα παραπάνω από τον εαυτό του. Να ορίζει ως βασική του προτεραιότητα το μονοπώλιο στο χώρο της αριστεράς και όχι το διεμβολισμό και την αποδυνάμωση του αντιπάλου. Να αναπαράγει το μηχανισμό του καθώς και ένα εκλογικό ποσοστό, χωρίς να πασχίζει για την έκφραση των αναγκών της εργατικής τάξης και του λαού. Να καταγγέλλει εύκολα και αφ’ υψηλού διάφορα ελπιδοφόρα κινήματα, χωρίς να κάνει το παραμικρό για τη συγκρότηση κινημάτων (πέρα από καρικατούρες κινήματος, όπου η στενή επιρροή του ΚΚΕ σε διάφορους εργασιακούς χώρους βαφτίζεται εργατικό κίνημα). Να αφήνει το λαό ανυπεράσπιστο στην εποχή της κρίσης και να μη θέτει ζήτημα εξουσίας, καθώς “δεν είμαστε έτοιμοι, οι συνθήκες δεν είναι ώριμες… κλπ”. Αν στην εποχή της κρίσης δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, πότε θα είναι; Ποιος είναι ο ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης και του κόμματός της; Πότε πρέπει αυτός να εκπληρωθεί; Το μακρινό και αόριστο μέλλον έχει ένα πλεονέκτημα: δεν απαιτεί καμία συνέπεια – καμία λογοδοσία – κανέναν έλεγχο. Για αυτό ο Περισσός έχει βρει τη μόνιμη επωδό: δεν είναι ώριμες οι συνθήκες, άρα τα καθήκοντα παραπέμπονται. Άρα δεν πρόκειται να κάνω ποτέ κάτι και κανείς δεν πρόκειται να μου ζητήσει λογαριασμό για αυτό.

Η στάση αυτή είναι λανθασμένη και αναπαράγει το αδιέξοδο. Είναι στάση παθητικότητας και αναμονής. Αποδοχής του συσχετισμού δυνάμεων σαν να είναι κάτι το δεδομένο και το αμετακίνητο. Συνιστά άρνηση του ιστορικού ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης. Πρακτικά είναι φυγομαχία και παραίτηση, συνθηκολόγηση με τον ταξικό αντίπαλο. Απαιτείται μια εντελώς διαφορετική στάση. Ενεργητικής παρέμβασης στην ταξική πάλη. Αναμέτρησης με το καθήκον της τροποποίησης του συσχετισμού των δυνάμεων. Εμπλοκής με το πολιτικό προσκήνιο, μέσα από μια σειρά συμμαχιών και μετώπων με κατεύθυνση τη συγκέντρωση δυνάμεων που μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και πολλαπλασιαστικά σε διάφορα επίπεδα. Οργάνωσης του λαού. Ώσμωσης με τα νέα κινήματα που ξεδιπλώνονται στο έδαφος του πολιτικού κενού. Προσπάθειας τροφοδοσίας των κινημάτων αυτών με στοιχεία προγράμματος και ιδεολογίας και όχι εύκολης αναχώρησης από αυτά μέσω της χρέωσής τους στον ταξικό αντίπαλο. Ειλικρίνειας και αυτογνωσίας, που βλέπει στην ανεπάρκεια των σύγχρονων κινημάτων να καθρεφτίζεται η ανεπάρκεια της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Αποφασιστικότητας, που θέτει το φιλόδοξο αλλά αναγκαίο καθήκον της συγκρότησης μια σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς. Μέσα από διαδικασίες συνάντησης δυνάμεων, σύνθεσης και υπέρβασης. Επαναστατικής πράξης και όχι επαναστατικής λογοκοπίας.

Κίτρινα γιλέκα

Μια μεγάλη νίκη που φοβίζει

1.

Η κοινωνική έκρηξη που ταράζει τη Γαλλία και όλη την Ευρώπη έχει πολλαπλή σημασία. Αποτελεί αποτύπωση της στιγμής κατά την οποία τα στρώματα και οι τάξεις που τσακίζονται από την παγκοσμιοποίηση (και ειδικά την ευρωπαϊκή εκδοχή της) εξεγείρονται μαζικά και άγρια, έχοντας όμως πλατιά κοινωνική αποδοχή. Η μεγάλη κοινωνική συναίνεση προς τα Κίτρινα Γιλέκα, παρά την τρομακτική καταστολή και τον πόλεμο που δέχονται από κόμματα, ΜΜΕ, κυβέρνηση, σημαίνει ότι αντικειμενικά, ενώνονται πολλά και διαφορετικά στρώματα, τάξεις, κατηγορίες που ασφυκτιούν, απορρίπτονται, συμπιέζονται. Κεντρικό στοιχείο στη συγκεκριμένη εξέλιξη είναι το ταξικό (φόροι, εισοδήματα, μισθοί, ακρίβεια) αλλά και ευρύτερα αυτό της προσωπικής – κοινωνικής αξιοπρέπειας. Αυτό αποτελεί την υλική βάση της κοινωνικής έκρηξης που ζει η Γαλλία, και υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια σημαντική ευκαιρία για να υπάρξουν κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές.

2.

Τα Κίτρινα Γιλέκα δεν έχουν άμεση πολιτική εκπροσώπηση. Όχι επειδή κυριαρχεί το απολίτικο στοιχείο, αλλά επειδή τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, έτσι όπως είναι διαμορφωμένα, αδυνατούν να εκφράσουν τα κοινωνικά κομμάτια που βλέπουν τη θέση τους να χειροτερεύει. Η Αριστερά προσπαθεί να στείλει το παιχνίδι στο Κοινοβούλιο και να πείσει ότι τα Κίτρινα Γιλέκα υιοθετούν τα αιτήματά της ώστε να κεφαλαιοποιήσει το κίνημα εκλογικά. Η Άκρα Δεξιά, αφού βολεύτηκε με τη συλλήβδην χρέωση των Κίτρινων Γιλέκων στο φασισμό και στη Λεπέν, έσπευσε, όταν τα πράγματα ζόρισαν, να αποστασιοποιηθεί από το κίνημα εκφράζοντας τον Νόμο και την Τάξη. Οι περισσότεροι ηγέτες των Κίτρινων Γιλέκων είναι βγαλμένοι από τις διαδικτυακές κοινωνικές πλατφόρμες αποδεικνύοντας όχι απλά τις δυνατότητες των κοινωνικών δικτύων, αλλά το τεράστιο κενό πολιτικής εκπροσώπησης. Το πολιτικό κενό ωστόσο δεν σημαίνει ότι το κίνημα δεν έχει χρώμα προοδευτικό και ριζοσπαστικό. Το χρώμα δεν προκύπτει ούτε από τις κόκκινες σημαίες, ούτε από τα αντικαπιταλιστικά συνθήματα, ούτε από τις αναφορές στον Μάη του 68 και στην πολυτάραχη πολιτική ιστορία της Γαλλίας, παρόλο που όλα αυτά μπορεί να είναι βοηθητικά. Το προοδευτικό χρώμα προκύπτει από την ίδια τη φύση της κινητοποίησης και τα συνθήματα – αιτήματα που ενώνουν μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Τα Κίτρινα Γιλέκα εκφράζουν αυτούς που γίνονται φτωχότεροι. Αυτό από μόνο του και αντικειμενικά, είναι θετικό. Είναι απαραίτητος όρος και αναγκαία συνθήκη.

3.

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη κοινωνική έκρηξη στην Ευρώπη, μετά τις ελληνικές πλατείες των αρχών της κρίσης. Η ελληνική περίπτωση (και η αντίστοιχη ιταλική ή ισπανική εκείνης της περιόδου) εξέφρασε τις πρώτες αντιδράσεις στην ευρωπαϊκή εκδοχή της καπιταλιστικής κρίσης, που πήρε τη μορφή των μνημονίων. Υπήρχε ελπίδα και πολιτική κεφαλαιοποίηση, με την προσδοκία ότι μπορεί τα πράγματα να πάνε διαφορετικά. Στη σημερινή Γαλλία (και σε ενδιάμεσες εκλογικές ή δημοψηφισματικές αναμετρήσεις όπως το ιταλικό δημοψήφισμα ή το βρετανικό Brexit), επιβεβαιώνεται καθαρά ότι, παρά τις προσδοκίες επούλωσης των πληγών της ΕΕ, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται σε κρίση. Μετά τους ελληνικούς τριγμούς του 2015, η Ευρώπη διαχειρίστηκε πολιτικά την κατάσταση με αλλεπάλληλες νίκες του μπλοκ της κλασικής νεοφιλελεύθερης λιτότητας και των συμμάχων του. Παρόλα αυτά το κοινωνικό υπέδαφος βράζει. Τα Κίτρινα Γιλέκα αποτελούν μια οδυνηρή υπενθύμιση για αυτό. Η σημερινή Γαλλία, προστίθεται στην πολιτική αστάθεια της Γερμανίας, στην κυβερνητική κρίση της Μ. Βρετανίας, στην κόντρα της Ιταλικής κυβέρνησης με την Κομισιόν. Ο συνδυασμός μιας κοινωνίας που δεν ανέχεται άλλη υποτίμηση της ζωής της και μιας πολιτικής εκπροσώπησης που δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα με τον ομαλό τρόπο που το επιθυμεί, θα μπορούσε να δημιουργήσει εκρηκτικές – σε βάθος – καταστάσεις. Επί του προκειμένου απλά επιβεβαιώνεται ότι το πολιτικό και κοινωνικό DNAτης Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αλλάζει και δεν μετασχηματίζεται.

4.

Η αντιμετώπιση των Κίτρινων Γιλέκων από την κυβέρνηση Μακρόν είναι εικόνα από το μέλλον μιας Ευρώπης που στη θεωρία και στην Πνύκα πουλάει διαφωτισμό και δημοκρατία, αλλά στην πράξη ασκεί αυταρχισμό. Οι πλαστικές σφαίρες, οι στρατιωτικού τύπου επιχειρήσεις και τα τεθωρακισμένα στους δρόμους δεν είναι απλά υπενθύμιση ότι και στο παρελθόν η παλιά καλή ευρωπαϊκή δημοκρατία συχνά πυκνά κατέφευγε στη δικτατορία και στο φασισμό. Είναι και προειδοποίηση ότι και σήμερα και στο μέλλον, ο ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός δεν θα διστάσει να καταφύγει στην ακραία αιματηρή βία, εφάμιλλη με αυτή των τριτοκοσμικών δικτατοριών, για να χτυπήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις. Η πολυκομματικής προέλευσης στήριξη στον υπάλληλο των τραπεζών, Μακρόν, οι εξ αριστερών (όσο εξ αριστερών είναι) κριτικές στον λαϊκισμό, η υποχώρηση της Λεπέν από την έμμεση στήριξη στην κοινωνική έκρηξη, σημαίνει ότι διαμορφώνεται ένα ενιαίο μπλοκ από τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά που δίνει ψήφο ανοχής στο τυπικό νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό γιατί δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα διαφορετικό.

5.

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω απο την Ευρώπη. Το φάντασμα της αναζήτησης εναλλακτικής λύσης σε αντίθεση με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, την ευρωζωνική λιτότητα, τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, που είναι η απάντηση στην καπιταλιστική κρίση-χρεοκοπία. Το λαικό συλλογικό «ασυνείδητο» γνωρίζει τους εχθρούς του. Οι πλούσιοι, οι «ελίτ», οι αστοί και όλοι οι οργανισμοί και οι θεσμοί της παγκοσμιοποίησης βρίσκονται στο στόχαστρο. Η αναζήτηση μοιάζει να εγκλωβίζεται προσωρινά στα δύο χρεωκοπημένα συστήματα, του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και του πραγματικού καπιταλισμού. Η αναζήτηση κινείται σαν ένα εκκρεμές δεξιά και αριστερά. Ολοένα και περισσότερο υπερβαίνει τα συστημικά κόμματα, τα φθαρμένα πρόσωπα, τα ξεπερασμένα απο την ιστορία κόμματα. Το προς τα που θα καταλήξει αφορά τα «υποκείμενα» και τις «πρωτοπορίες». Σε αυτά τα κινήματα και τις αναζητήσεις ας μην ψάχνουμε οπωσδήποτε τις κόκκινες σημαίες.

6.

Έχουμε μια μεγάλη νίκη. Μια νίκη με πολλά και αισιόδοξα συμπεράσματα. Πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι από πάνω φοβούνται το επίμονο και μαζικό κίνημα των από κάτω και μπορεί να υποχωρήσουν. Η θεωρία του μονόδρομου ηττήθηκε. Υπάρχουν και διαφορετικοί δρόμοι, όπως αλλωστε και κόσμοι. Οι διεκδικήσεις που θρυμματίζουν την λιτότητα μπορεί να είναι εφικτές, αποτελεσματικές και νικηφόρες. Ένας αγώνας που γεννιέται για την τιμή του πετρελαίου, μετασχηματίζεται σε πολιτικό αγώνα («Μακρόν παραιτήσου»), χωρίς να έχει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, χωρίς να φοβάται για το αύριο. Το τρίπτυχο διεκδικήσεις, λαικό πρόγραμμα ενάντια στην ευρωζωνική λιτότητα και λαικό κίνημα, μπορεί να επιβάλλει λύσεις ενάντια στην οποιαδήποτε κυβερνητική εξουσία. Η ένοχη και εκκωφαντική σιωπή του κόμματος και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι το μνημόνιο ήταν επιλογή τους και όχι βολικός μονόδρομος που αίρει τις αμαρτίες τους. Δείχνει επίσης ότι φοβούνται πως η επομένη περίοδος, αυτή των διεκδικητικών κινημάτων, θα τους προσπεράσει και θα τους ξεσκεπάσει ολοσχερώς. Αποδεικνύει ότι το δίλημμα ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ, είναι ψεύτικο γιατί ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι όμοια κόμματα, που υπηρετούν το ίδιο πλαίσιο, την ίδια πολιτική (όπως άλλωστε και ο Μακρόν). Ένα ακόμα σημαντικό συμπέρασμα είναι πως χρειαζόμαστε μια λαϊκή Αριστερά που να έχει και παλεύει μια γενική διεθνιστική γραμμή ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, που να έχει και να παλεύει ενα λαικό πρόγραμμα ενάντια σε λιτότητα, φτώχεια και ανεργία, που να ανιχνεύει, οικοδομεί και αγωνίζεται κάθε μέρα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις για έναν διαφορετικό κόσμο, τον κόσμο του κομμουνισμού.

7.

Τριάντα χρόνια πριν, ένας παλαίμαχος και μέχρι το τέλος κομμουνιστής, μιλώντας για το τι πρέπει να γίνει στην Αριστερά, είχε πει ότι πρέπει να «οικοδομήσουμε το κόμμα των φτωχών». Αυτή η βασική και απλή αλήθεια ξεχνιέται. Η Αριστερά, και ειδικά η κομμουνιστική Αριστερά μπορεί να υπάρξει μόνο ως έκφραση των φτωχών. Το ταξικό στοιχείο είναι αντικειμενικά το κυρίαρχο. Όχι με την απλοϊκή εκδοχή της αναμονής μιας καθαρής «εργατικής» κινητοποίησης με συνδικάτα και συνελεύσεις που παλεύει ενάντια στη «δική της» αστική τάξη. Στη Γαλλία έχουμε μεσαία στρώματα που συμπιέζονται, μικροαστοί που προλεταριοποιούνται, κάτοικοι της υπαίθρου που τσακίζονται από τους φόρους και την ακρίβεια και φυσικά το κλασικό εργατικό στοιχείο. Αυτά συνιστούν τη γεωγραφία των Κίτρινων Γιλέκων. Δυστυχώς, στην Ευρώπη, επί δεκαετίες οικοδομήθηκε μια Αριστερά που δεν ενδιαφέρεται να εκφράσει τα συμφέροντα των φτωχών. Δεν συγκροτείται πάνω στο ταξικό στοιχείο. Μπορεί να αερολογεί για τις τάξεις, αλλά στην πράξη ενδιαφέρεται και συγκροτείται πάνω στο ιδεολογικό και πολιτιστικό – ιστορικό φορτίο. Έχουμε μια Αριστερά των δικαιωμάτων, του διαφωτισμού, της αποδοχής της διαφορετικότητας, του αντι-εθνικισμού, της αποδοχής της διάλυσης του εθνικού κράτους χάριν των πολυεθνικών ολοκληρώσεων. Η κεντρική σημαία της Αριστεράς δεν ορίζεται από την τάξη και τις τάξεις που θέλει να εκφράσει. Αποτέλεσμα είναι η κοσμοπολίτικη εκδοχή της Αριστεράς να βλέπει λαϊκισμό, εθνικισμό και ολίγη από φασισμό στα Κίτρινα Γιλέκα και η υπόλοιπη να περιμένει να δει το πλαίσιο και τα αιτήματα για να αποφασίσει. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει χωνευτεί το γνωστό ρητό για την «καθαρή κοινωνική επανάσταση που δεν πρόκειται να τη δει ποτέ και κανένας». Ακόμη περισσότερο όμως, δεν έχει χωνευτεί ότι χρειαζόμαστε μια πολιτική έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων που συμπιέζονται και όχι φληναφήματα, δίχως ουσία και πράξη, για την εργατική τάξη.

8.

Με τον ίδιο τρόπο που ένας Γάλλος θα έβλεπε την Ελλάδα πριν έξι χρόνια και θα σιχτίριζε ότι τίποτα δεν γίνεται εναντίον της λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου ζουρλομανδύα στην Ευρώπη, σήμερα ένας Έλληνας σιχτιρίζει τα ελληνικά πράγματα θεωρώντας ότι ο ελληνικός λαός ηττήθηκε οριστικά και αμετάκλητα και θα έχουμε αυτή την κατάσταση μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Αν διδάσκει κάτι η Γαλλία είναι ότι η κατάσταση στην Αριστερά δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη δείκτη της κοινωνικής αναστάτωσης και το καζάνι μπορεί να σπάσει σε ανύποπτο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει άγνοια του προβλήματος, αδιαφορία για το μέγεθος και το εύρος των κινήσεων ανάταξης της κατάστασης, ή χαζοχαρούμενες τοποθετήσεις εκλογικού κρετινισμού. Σημαίνει όμως ότι ο πολιτικός γύψος δεν συνεπάγεται και κοινωνικό νεκροταφείο και ότι όσοι θέλουν να είναι χρήσιμοι πρέπει να είναι και έτοιμοι.

ΗΠΑ και Κίνα σε τροχιά “τεχνολογικού ψυχρού πολέμου”

Η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας πήρε δραματική τροπή με τη γνωστοποίηση προχθές της σύλληψης στο Βανκούβερ του Καναδά, έπειτα από αίτημα της αμερικανικής δικαιοσύνης, της 46χρονης Μενγκ Γουανζού, αντιπροέδρου, οικονομικής διευθύντριας (CFO) και κόρης του ιδρυτή της Huawei.

Το αίτημα έκδοσής της στις ΗΠΑ επρόκειτο να εκδικασθεί χθες, ενώ αδιευκρίνιστες παραμένουν οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει και πιθανολογείται ότι αφορούν παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων έναντι του Ιράν. Άλλωστε στις 25 Απριλίου η Wall Street Journal είχε αναφέρει σε δημοσίευμά της ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ερευνά από το 2016 τη Huawei ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για τον οποίο νωρίτερα φέτος το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις και στην κινεζική τηλεπικοινωνιακή εταιρεία ΖΤΕ, απαγορεύοντας την πώληση σε αυτήν εξαρτημάτων από αμερικανικές εταιρείες. (Η ΖΤΕ συμφώνησε τον Ιούνιο να απαλλαγεί από τις κυρώσεις καταβάλλοντας πρότιμο 1,4 δισ. δολαρίων και αλλάζοντας τη διοίκησή της).

Με όπλο τις κυρώσεις

Η διεθνής δικαιοδοσία που προσπαθεί να επιβάλει κατ’ αυτό τον τρόπο το αμερικανικό νομικό σύστημα αποτελεί ούτως ή άλλως ένα ζήτημα λεπτό και αμφιλεγόμενο. Όμως η περιπέτεια της Μενγκ αποτελεί την πρώτη στα χρονικά περίπτωση που ένα φυσικό πρόσωπο, πολίτης της Κίνας, αντιμετωπίζει, πέραν της απαγόρευσης εισόδου ή του παγώματος περιουσιακών στοιχείων, τον κίνδυνο κάθειρξης σε σχέση με την πολιτική κυρώσεων των ΗΠΑ. Και αυτό είναι από μόνο του εντυπωσιακό.

Πολύ πιο εντυπωσιακή καθιστά όμως τη συγκεκριμένη εξέλιξη η αποκάλυψη του γεγονότος ότι η σύλληψη της Μενγκ πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου, δηλ. ακριβώς τη στιγμή όπου ο ένοικος του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Τραμπ συναντούσε τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, στο περιθώριο της Συνόδου κορυφής της G20 στο Μπουένος Άιρες, όπου και οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν με ικανοποίηση την επίτευξη δίμηνης εκεχειρίας στον μεταξύ τους εμπορικό πόλεμο, προκειμένου να επιλύσουν τις διαφορές τους.

Σε αυτό το φόντο, είχε ανακοινωθεί η αναβολή του νέου γύρου επιβολής αμερικανικών δασμών σε κινεζικά προϊόντα αξίας 250 δισ. δολαρίων, ενώ και ο εμπορικός βραχίονας της κινεζικής πετρελαϊκής εταιρείας Sinopec έσπευδε να ανακοινώσει την επανέναρξη της εισαγωγής αμερικανικών υδρογονανθράκων.

Τι ήξερε ο Τραμπ;

Ήταν άραγε ενήμερος ο Τραμπ για τη σύλληψη της Μενγκ τη στιγμή που υπερηφανευόταν και πάλι για το εξαιρετικό επίπεδο συνεργασίας του με τον Σι Τζινπίνγκ; Ή παρακάμφθηκε από την αμερικανική γραφειοκρατία; Όποια και αν είναι η απάντηση, οι ελπίδες για εξομάλυνση των σινοαμερικανικών σχέσεων εξανεμίζονται, διότι είτε ο Αμερικανός πρόεδρος παίζει διπλό παιχνίδι είτε δεν ελέγχει την κατάσταση. Πέρα από την οργή και τον αιφνιδιασμό του, το Πεκίνο μένει με την απορία αν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί τους συνομιλητές του.

Η σιωπή της κυβέρνησης Τραμπ είναι χαρακτηριστική. Όπως όμως και η παραδοχή του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον ότι είχε εκ των προτέρων ενημερωθεί από το αρμόδιο υπουργείο, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ειδοποιήθηκε και ο πρόεδρος. Είναι πιθανό μια μερίδα Αμερικανών αξιωματούχων να θεωρεί ότι η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα οφείλει να προχωρήσει όσο ακόμη οι ιθύνοντες του Πεκίνου είναι απροετοίμαστοι και η κινεζική οικονομία σχετικά ευάλωτη. Είναι εξίσου πιθανό κάποιοι αντίπαλοι του Τραμπ στο εσωτερικό να ενδιαφέρονται πρωτίστως να ακυρώσουν την υλοποίηση της όποιας ατζέντας του. Πάντως το γραφείο του υπουργείου Οικονομικών που χειρίζεται τα θέματα κυρώσεων σχετίζεται στενά με τη CIA.

Οι αγορές δεν έχουν χρόνο για εικασίες – και στα νέα της σύλληψης της Μενγκ αντέδρασαν σπασμωδικά. Άλλωστε ήδη από τις αρχές τις εβδομάδας κινούνταν καθοδικά, εκτιμώντας ότι η “εκεχειρία” του Μπουένος Άιρες δεν επρόκειτο να πάει μακριά. Την ίδια στιγμή, άλλωστε, γινόταν γνωστό πως το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα έναντι της Κίνας διαμορφωνόταν τον Οκτώβριο σε υψηλό δεκαετίας, φθάνοντας τα 55,5 δισ., δολάρια, ενισχυμένο κατά 1,7% σε μηνιαία βάση.

Η μάχη του 5G

Η στοχοποίηση της Huawei λέει πολλά. Ιδρυθείσα το 1987 από τον Ρεν Ζενγκφέι, πρώην μηχανικό του κινεζικού στρατού και πατέρα της Μενγκ, η εταιρεία που ξεκίνησε από το μηδέν και εδρεύει στη Σενζέν έχει εξελιχθεί στον μεγαλύτερο πάροχο τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού παγκοσμίως και είναι η δεύτερη στην κόσμο σε πωλήσεις smartphones (με εκτίμηση για 200 εκατομμύρια τεμάχια το 2018). Πρόκειται για πρωταθλητή στον τομέα των δικτύων κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενεάς (5G), ενώ μεταξύ των κύριων προμηθευτών της περιλαμβάνονται οι Qualcomm και Intel που βέβαια είδαν αυτές τις μέρες τις μετοχές τους να βυθίζονται.

Το 2017, τα έσοδα της Huawei σημείωσαν άλμα της τάξης του 29% και άγγιξαν τα 92,5 δισ. δολάρια, προερχόμενα κατά το ήμισυ από την εγχώρια αγορά, ενώ το προσωπικό της ανέρχεται σε 180.000 άτομα. Μάλιστα ο κινεζικός γίγαντας, που αποτελεί επίφοβο ανταγωνιστή όχι μόνο για την Apple αλλά και την Google, εκπονεί δικό του λειτουργικό σύστημα, με την ονομασία Kirin OS. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι πραγματική αιτία των αμερικανικών αντιδράσεων είναι η αδυναμία παρακολούθησης από την NSA των “θωρακισμένων” επικοινωνιών σε συσκευές Huawei. Ήδη ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία (δηλ. οι χώρες του “Έσελον”) έχουν αποκλείσει τη Huawei από τις δημόσιες προμήθειές τους λόγω φόβων ασφαλείας.

Οι πληροφορίες ότι και η Ιαπωνία προτίθεται να απαγορεύσει τις προμήθειες από τη Huawei με την επίκληση κινδύνων ασφαλείας και οι δηλώσεις του αρμόδιου επιτρόπου Άντρους Άνσιπ ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να “ανησυχεί” για τη Huawei και άλλες κινεζικές τεχνολογικές εταιρίες δείχνουν το μέγεθος του διακυβεύματος.

Στάση αναμονής από το Πεκίνο

Το Πεκίνο έχει ζητήσει την απελευθέρωση της Μενγκ, αλλά επί της ουσίας τηρεί στάση αναμονής. Σε editorial των Global Times (αγγλόφωνου ανεπίσημου εκφραστή του Κ.Κ. Κίνας) επισημαίνεται ότι η αμερικανική πλευρά κακόβουλα και καταχρηστικά χρησιμοποιεί το νομικό της οπλοστάσιο για να πλήξει την άνοδο της Huawei. Όμως παράλληλα εκφράζεται η πεποίθηση ότι η εταιρεία είναι ισχυρότερη από τη ΖΤΕ και έχει τρόπο να αποκρούσει τις κατηγορίες. Παράλληλα, συνιστάται η επίδειξη πολιτικής αυτοσυγκράτησης και πύκνωσης των επαφών με τις ΗΠΑ.

Το αν αυτό είναι ένα μήνυμα για να επιχειρηθεί η διάσωση της “εκεχειρίας” του Μπουένος Άιρες αποτελεί το μεγάλο ανοικτό ερώτημα των επόμενων ημερών.

Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία της Κίνας, όπως κωδικοποιείται στο σχέδιο “Made in China 2025” να απεμπλακεί από τον ρόλο της απλής αλυσίδας μεταποίησης και να αναβαθμιστεί σε πρωταγωνιστή της επόμενης τεχνολογικής επανάστασης, βρίσκεται πλέον στην καρδιά της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, λόγω και των προφανών στρατιωτικο-πολιτικών προεκτάσεών της.

Πηγή: Capital.gr

Νίκη είναι να βγαίνεις από μια δύσκολη κατάσταση

1. Αποφεύγοντας την επαναλαμβανόμενη συζήτηση για την ήττα του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς, δεν πρέπει να αποφύγουμε να αναγνωρίσουμε τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης που καθορίζει σχέδια, πρακτικές, αλλά και τη σκέψη και την ψυχολογία των βασικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων. Αναμφίβολα είμαστε μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και το βασανιστικό ερώτημα είναι το αν, πότε, και κάτω από ποιους όρους αυτή η πραγματικότητα μπορεί να αντιστραφεί. Το ερώτημα αυτό συνυπάρχει –καθόλου άδικα- με την αμφισβήτηση αν εμείς είμαστε ικανοί να την υπερβούμε. Και τούτο διότι αυτή η πραγματικότητα είναι συνισταμένη πολλών καταστάσεων, αντιλήψεων και πρακτικών που πηγάζουν από το μακρινό παρελθόν και φθάνουν έως τις μέρες μας. Ο συσχετισμός δύναμης και οι διαδικασίες ανατροπής του αφορούν τη στρατηγική και την ταχτική του σήμερα. Το στρατηγικό ερώτημα είναι το πώς από την κατάσταση της παθητικής υποχώρησης και της συνολικής διάλυσης, θα περάσουμε στην κατάσταση της συγκρότησης, της οικοδόμησης και της ενεργοποίησης οργανώσεων και λαϊκών κινημάτων.

2. Η χρεοκοπία του υπαρκτού σοσιαλισμού βαραίνει παγκόσμια στις συνειδήσεις όλων των προοδευτικών ανθρώπων, που βιώνουν στο πετσί τους τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, που αγωνίζονται για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Η είσοδος στον άγριο νεοφιλελευθερισμό και η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης βρήκε ανέτοιμη και σε αμηχανία την υπαρκτή Αριστερά που κινήθηκε στα πλαίσια των δευτερευουσών αντιθέσεων, πολιτικά ουραγός και ιδεολογικά αδύναμη. Ο ιμπεριαλισμός εισήλθε δυναμικά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού, σε ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Η συζήτηση όμως για αυτόν ήταν πολύ φτωχή. Ο ιμπεριαλισμός εξοστρακίστηκε από την ατζέντα συζήτησης και δράσης της Αριστεράς. Επικρατεί η φροντίδα για τα ατομικά δικαιώματα. Μπαίνει σε δεύτερη μοίρα η πολύ δυσκολότερη -είναι αλήθεια- υπεράσπιση των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών. Αποτέλεσμα είναι η διάρρηξη σχέσεων με τα πληττόμενα στρώματα και τάξεις. Επικρατεί η πολιτική γύρω από τις τραγικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πρακτικής (πχ μετανάστες). Ξεχνιέται όμως η θεωρία και η πράξη για ένα κίνημα αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολιτική τακτική, πρωτοβουλίες και συμμαχίες για ανάκτηση σε εθνικό επίπεδο των εξουσιών που έχουν μεταφερθεί στις ιμπεριαλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (πχ ΕΕ). Θα σήμαινε ακόμη συγκέντρωση δυνάμεων για χτύπημα στους εκάστοτε αδύναμους και κρίσιμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (πχ. ευρώ). Η αδιαφορία και η υποτίμηση του εθνικού ζητήματος συνοδεύονταν με έναν τάχα διεθνιστικό κοσμοπολιτισμό που βοηθούσε τα μάλα στο πέρασμα της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα πληρώνουμε ακόμα αυτό το διεθνιστικό φαντασιακό της «Ευρώπης των λαών» το οποίο προώθησε το ευρωκομμουνιστικό και τροτσκιστικό ρεύμα, και το οποίο όμως αποδέχθηκε, με συνθηματολογικές και μόνο διαφωνίες, σχεδόν το σύνολο της Αριστεράς.

3. Η κρίση του 2008 ήταν μια ευκαιρία, μια επικίνδυνη ευκαιρία για τις επικίνδυνες τάξεις και στρώματα, μια ανατρεπτική ευκαιρία για την αντισυστημική Αριστερά. Θα μπορούσε να μπει ένα τέλος στον διακηρυγμένο θάνατο του κομμουνισμού και στην φαντασμαγορία της δύναμης και της ευρωστίας του καπιταλισμού. Θα μπορούσε ακόμη, να ανασυγκροτηθεί η επαναστατική Αριστερά, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα μαζικών λαϊκών αγώνων σε πολλές γειτονιές του κόσμου. Οι βαθιές και καταστροφικές κρίσεις του καπιταλισμού δίνουν μια τέτοια δυνατότητα. Στην πράξη όμως εκτυλίχθηκε η χειρότερη δυνατή εκδοχή. Το κεφάλαιο άρπαξε την ευκαιρία και ξεπέρασε – προσωρινά – την χρεοκοπία του συστήματος, επιτιθέμενο στην εργατική τάξη και τους εργαζόμενους. Ο καπιταλισμός και όχι η Αριστερά, υπενθύμισε την κεντρικότητα της ταξικής πάλης. Πλέον το κεφάλαιο ρεφάρει και ανακτά όλο το έδαφος που επί 70 και πλέον χρόνια παραχώρησε. Οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας που κερδήθηκαν υπό τον φόβο της κοινωνικής ανατροπής, αναιρούνται συστηματικά μετά την κατάρρευση του υπαρκτού, ενώ σήμερα επιταχύνεται αυτή η αναίρεση μετά την κρίση του 2008. Ο καπιταλισμός ξεπερνά τον μεταπολεμικό του ταξικό συμβιβασμό και επιτίθεται συνολικά. Ζούμε πρωτόγνωρες κοινωνικές –εργασιακές καταστάσεις που θυμίζουν τα προοκτωβριανά τοπία. Κοινωνίες της λιτότητας, της φτώχειας της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας. Το καινούριο στοιχείο της κρίσης είναι ο αποκλεισμός όχι της «διαφορετικότητας» αλλά της μέχρι πρότινος «βολεμένης» πλειοψηφίας των μικρομεσαίων στρωμάτων και κατηγοριών. Το γεγονός αυτό δεν αφορά αποκλειστικά κάποιες πολιτικές επιλογές. Συνδέεται με την αντικειμενική αδυναμία του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση να εξαγοράζει και να ενσωματώνει μικρομεσαία στρώματα, τουλάχιστον στον ρυθμό και την κλίμακα προηγούμενων δεκαετιών.

4. Η «υπαρκτή» Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που έθεσε η καπιταλιστική κρίση, γιατί δεν ήταν αντισυστημική Αριστερά. Η μετάλλαξη δεν έγινε ούτε το 2010, ούτε το 2015. Πολλά χρόνια πριν, και καθόλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, είχε δημιουργηθεί μια συστημική κοινοβουλευτική λογική και είχε καλλιεργηθεί ο ευρωατλαντικός σεβασμός – αν όχι προσανατολισμός. Όσοι μάλιστα ήθελαν να εμφανίζονταν διαφορετικοί (πχ ΚΚΕ) στάθηκαν «υπεύθυνα» όσο ακριβώς χρειάστηκε, για να παραμείνουν ακίνδυνοι για την αστική πολιτική. Το ΚΚΕ, ως εθνικό και υπεύθυνο κόμμα που συνυπέγραψε το κοινωνικό συμβόλαιο με Κ.Καραμανλή και Α.Παπανδρέου, από το 1974 έως σήμερα απέδειξε ότι οι αντίπαλοι δεν πρέπει να το φοβούνται. Όποτε ο λαός ήταν στον δρόμο και η εξουσία μπορούσε να διεκδικηθεί, το ΚΚΕ τηρούσε το συμβόλαιο και αναζητούσε συμμαχίες με την σοσιαλδημοκρατία, ενώ στην κρίση φλυαρεί για την λαϊκή εξουσία, ξεχνώντας τη βασική λενινιστική θέση για τα άμεσα και ώριμα λαϊκά αιτήματα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανέμεναν την δικαίωσή τους 30 ή 50 χρόνια μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 δικαίωσε τις πολιτικές που είχαν ασκηθεί έως τότε (σήμερα απέμεινε με μόνη σημαία τη σύγκρουση με την διαφθορά) και εξάντλησε όλα τα ηθικά και αξιακά προτερήματα και την κληρονομιά της κομμουνιστικής Αριστεράς. Δυστυχώς, και πάνω από όλα, εμβολίασε τα λαϊκά στρώματα με την απογοήτευση, με την λογική και την ψυχολογία ότι δεν υπάρχει εναλλακτική.

5. Η ιδιώτευση, η διάλυση, η απογοήτευση, δεν αντιμετωπίζονται με την ίδια λογική με την οποία πορεύτηκε η υπαρκτή Αριστερά. Μια λογική τριάντα και πλέον ετών, όπου κυριάρχησε η συστημική κοινοβουλευτική πολιτική του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. Αυτή η πορεία, είτε οδήγησε στην ήττα, είτε έκανε δυνάμεις και ανθρώπους να χάσουν την κοινή λογική (όπως συνέβη κατά κόρον στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά), είτε οδήγησε στην αντιγραφή της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής. Από τη μια η θεωρητικολογία που εκπροσωπούσε δήθεν την εργατική τάξη, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, με μια λογική που δεν ήθελε να ξεβολευτεί από ατελέσφορα σχήματα και μορφές, με ανιαρές επαναλήψεις, αρκεί κάτι να φαινότανε ότι κάτι έκανε. Από την άλλη, η πολιτική του εφικτού και του υπεύθυνου, με μια λογική εκπροσώπησης, και όχι δημιουργίας ικανοτήτων και συμμετοχής. Κοινή συνισταμένη ήταν μια Αριστερά που είτε ερωτοτροπούσε με την επικοινωνιακή πολιτική και μιμούνταν τον αστισμό, είτε βούλιαζε στο σεχταρισμό, γυρνώντας τις πλάτες της στον κόσμο. Μια Αριστερά που βολεύτηκε με τα επαγγελματικά στελέχη αντί για τους επαγγελματίες επαναστάτες. Στο τέλος, όλα τα οργανωμένα ρεύματα της Αριστεράς ακολούθησαν την κατηφόρα της υποτίμησης του λαϊκού παράγοντα. Η βαθύτερη αιτία έχει να κάνει με την έλλειψη προσήλωσης, πίστης και στόχου για την ανατροπή του συστήματος.

6. Στην κατάσταση αυτή, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα αναζητείται εναλλακτική; Γεγονός είναι ότι μάζες έχουν ανεπίλυτα ερωτήματα και ανάγκες. Θέλουν, και το εκφράζουν με ιδιόρρυθμους και ακανόνιστους τρόπους, μια διαφορετική κατάσταση. Στις λαϊκές ιδίως μάζες δεν τους αρέσουν τα πράγματα όπως είναι, αλλά δεν ξέρουν πώς μπορούν να τα αλλάξουν, ούτε βεβαίως θεωρούν ότι οι ίδιες είναι ικανές να αλλάξουν τα πράγματα. Οπότε, βασικά αναθέτουν και αναμένουν. Όμως ένα κοινό ερώτημα, μια κοινή αναζήτηση αυθορμήτως σχηματίζεται. Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της αισιοδοξίας για μια νέα αρχή στην προσπάθεια της ανθρώπινης χειραφέτησης. Η κρίση δεν έχει τέλος και μακροχρόνια συστημική ισορροπία δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Η ΕΕ συνεχίζει να κλυδωνίζεται οικονομικά και πολιτικά, βρίσκεται σε παρακμή, χωρίς ιδεολογικό ή στρατηγικό ορόσημο που να πείθει, και ταυτόχρονα σε μια θέση που συμπιέζεται από τον διεθνή ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκει διαρκώς εμπόδια και απειλές μετά το Brexit, με πρόσφατο παράδειγμα την Ιταλία αλλά και τη γενική άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων που αμφισβητούν μέχρι ενός ορίου τη συνοχή της. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η αδυναμία υπέρβασης της κρίσης ανατινάζουν χώρες, τόπους και κοινωνικές συνθήκες, ενώ αυξάνουν διαρκώς τους φόβους για μεγαλύτερες συγκρούσεις, οικονομικές και γεωπολιτικές. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, καθόλου δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτοανατίναξης της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, μολονότι στις ελίτ υπάρχει ζωηρή η επιθυμία να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία με ταχείς ρυθμούς.
Οι «από κάτω» αναζητούν και αναθέτουν την επίλυση των προβλημάτων τους σε όσους διακηρύσσουν ότι τα βάζουν με τις «ελίτ», χωρίς να θίγουν όμως το σύστημα και τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Αυτή είναι η εκλογική βάση της δεξιάς και της ακροδεξιάς. Αυτή η βάση θα μπορούσε να είναι η υλική δύναμη της Αριστεράς, αν δεν υποτιμούσε τον κόσμο και αν στοχοποιούσε επί του συγκεκριμένου το σύστημα. Η αναζήτηση εναλλακτικής μπλοκάρεται από την υπερίσχυση του δόγματος «δεν υπάρχει εναλλακτική». Η υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου θα υπάρξει σε εκείνο το σημείο όπου θα υπάρξουν νίκες που θα αναδεικνύουν την δύναμη των μαζών και την αδυναμία των αντιπάλων. Οι μεγάλες νίκες απαιτούν πολλαπλές  δοκιμασίες και αρκετές δυνάμεις, ενώ έχουν ανάγκη  μικρές νίκες -παραδείγματα και αφορούν όλες τις μεριές του πλανήτη. Για παράδειγμα η νίκη του συριακού λαού υπό τον Άσσαντ, είναι μια νίκη παράδειγμα. Ή ακόμη και ο συμβιβασμός –αν υπάρξει- του διευθυντηρίου της ΕΕ με την Ιταλία, ανεξάρτητα από το ποια είναι η κυβέρνησή της, θα είναι μια νίκη που αφορά όλους τους λαούς της Ευρώπης.

7. Στην Ελλάδα, πολιτικά, η λύση ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε η αποτελεσματικότερη δυνατή για το σύστημα. Δεν αποδίδει απλά το αναμενόμενο από μια μνημονιακή κυβέρνηση έργο, αλλά καθιστά το λαϊκό κίνημα παράλυτο και σμπαραλιασμένο, διαχέοντας διαρκώς το «δεν υπάρχει εναλλακτική» από τον νεοφιλελευθερισμό. Οι επόμενες εκλογές θα αποτελέσουν πεδίο κατοχύρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως του ενός από τους δύο, και μάλλον αποτελεσματικότερου πόλου της αστικής πολιτικής, ικανού να βγάζει το δύσκολο έργο, όταν οι συνθήκες δυσκολέψουν. Ταυτόχρονα, θα αναδείχνουν πολιτικά και εκλογικά το τέλος της σημερινής υπαρκτής Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα του χώρου μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Η πολιτική παρέμβαση των δυνάμεων που αντιλαμβάνονται την κατάσταση οφείλει να κινηθεί στον αντίποδα της λογικής να πάμε όπως συνήθως, περιμένοντας απαθείς μια μοιραία σύγκρουση. Απαιτείται επίσης η αντιπαράθεση με τη λογική του μικρότερου κακού που διαρκώς στέλνει τον κόσμο διαλυμένο και απογοητευμένο στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση είναι όμοια κόμματα, ακολουθούν όμοια πολιτική. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ίδια κι απαράλλαχτα με τους προηγούμενους, εντείνει τις προσπάθειες εκμαυλισμού και εξαγοράς συνειδήσεων για να παραμείνει στην εξουσία.

8. Σήμερα χρειάζεται να ξαναρχίσουμε από την αρχή. Αυτό καταρχάς σημαίνει να μη θεωρούμε δεδομένη την επόμενη κίνησή μας. Να μην συνεχίζουμε να κάνουμε άστοχες κινήσεις. Να φροντίσουμε να ανοίξουμε με ειλικρίνεια την συζήτηση για τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε. Απαιτείται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία στη σημερινή συγκυρία, με πολύ σημαντικότερη αντοχή και βάθος από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν εύκολες και μαγικές λύσεις, ούτε πολιτικές τοποθετήσεις μεγάλης κλίμακας που μπορούν να διεισδύσουν και να πείσουν ευρύτατα ακροατήρια. Χρειάζονται δοκιμασίες και πειραματισμοί στη δράση. Αυτό είναι το πρώτιστο καθήκον της επόμενης περιόδου, που μπορεί να συνδυάζεται με έντιμες δοκιμασίες ενότητας ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης των διάσπαρτων και οργανωμένων δυνάμεων της αντιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Είναι απαραίτητη η οικοδόμηση ενός πόλου συζήτησης και δράσης με την συμμετοχή οργανώσεων και δυνάμεων κομμουνιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς με στόχο τον διαρκή προσδιορισμό μιας ενιαίας στρατηγικής και ταχτικής που να καταλήγει σε οργανωτικές προσεγγίσεις και ενότητες. Δεν έχουμε ανάγκη μια πολύχρωμη, πλουραλιστική ή πληθυντική Αριστερά που να χωρά τους πάντες και τα πάντα χωρίς ιεραρχήσεις, στόχους και προτεραιότητες. Ένα αριστερό και προοδευτικό μέτωπο έκφρασης των εργαζομένων και της νεολαίας θα ήταν αναγκαίο σήμερα, όμως η πρόσφατη ιστορία όμως έδειξε ότι αν δεν ξεκινήσουμε από την συγκρότηση μιας αντισυστημικής Αριστεράς, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει με όρους που οδηγούν στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και στο δυσμενή συσχετισμό δύναμης.

9. Έχουμε ανάγκη μια Αριστερά της κοινής λογικής μια Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά (γιατί αυτή και μόνο αυτή μπορεί να είναι η εναλλακτική του σήμερα). Χρειαζόμαστε μια Αριστερά της μαζικής δράσης και πράξης, που δεν θεωρητικολογεί, δεν κλείνεται σε βολικά σχήματα και αλήθειες, δεν ευλογεί το ιδεολογικό της ρεύμα για να αισθάνεται δικαιωμένη. Αντίθετα, αναζητά να ακούσει και να μάθει από τον κόσμο της δουλειάς και να δοκιμάσει πρακτικές, δράσεις, μορφές και σχέσεις που να δικαιώνουν τις έννοιες μαζική, λαϊκή και ανατρεπτική. Να ενώνει και ενώνεται με στόχο την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης.

Έχουμε ανάγκη από μια αντιμπεριαλιστική Αριστερά που να στοχοποιεί και να αντιπαλεύει οργανισμούς, πολιτικές  και θεσμούς οικονομικής στρατιωτικής και πολιτισμικής προώθησης  της παγκοσμιοποίησης. Που να οικοδομεί αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Που  να ξαναβάζει στην ατζέντα της τον ιμπεριαλισμό και να τον ιεραρχεί σαν τον κύριο αντίπαλο, στενά συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορούμε να είμαστε με μια παναριστερά που ο κοσμοπολιτισμός της συμβαδίζει με την υποτίμηση του εθνικού ζητήματος, θεωρώντας πως αυτός είναι ο σύγχρονος διεθνισμός.

Σήμερα έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που πασχίζει να έχει και να δοκιμάζει, ένα λαϊκό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων που να οδηγεί σε επιμέρους  μικρά διεκδικητικά κινήματα με στόχο την νίκη και την αποτελεσματικότητα, για να είναι δυνατόν να ξαναγεννηθεί η ελπίδα και να αποκτήσει αξία ο συλλογικός αγώνας. Που να γνωρίζει ότι η λαϊκή εξουσία δεν έρχεται από τον ουρανό αλλά σαν αποτέλεσμα της μάχης για τα ώριμα ζητήματα. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από μια εντός των τειχών αριστερή πρωτοβουλία για…, ούτε από άστοχες και άμαζες απεργίες που δημιουργούν περισσότερους απεργοσπάστες παρά απεργούς, ούτε από την ανιαρά επαναλαμβανόμενη αριστερή (;) «συγκέντρωση και πορεία», που αναδεικνύει περισσότερο μια βολική μορφολαγνεία και λιγότερο ή καθόλου τη μαζική απεύθυνση και δράση.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που έχει την απλή μαρξιστική λογική ότι οι οργανώσεις δεν οικοδομούνται από φοιτητές. Όπως επίσης ότι οι φοιτητές και οι νεολαίοι πρέπει να μπουν μπροστά σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα ενός άλλου τρόπου σκέψης και ζωής και να δημιουργήσουν ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό πρόγραμμα που να απευθύνεται και να ασκεί επιρροή στα φτωχά λαϊκά στρώματα και τάξεις που πλήττονται και που αποκλείονται από πολύπλευρους ταξικούς φραγμούς.

Έχουμε ανάγκη από μια Αριστερά που αντιλαμβάνεται το ευρωσύστημα σαν τον κύριο συστημικό αντίπαλο και την ευρωζώνη σαν το οικονομικό και πολιτικό συνεκτικό στοιχείο του ευρωσυστήματος. Που αντιλαμβάνεται ότι απαιτείται ένα μαζικό διαρκές προπαγανδιστικό κίνημα συγκεκριμένης  αποκάλυψης και στοχοποίησής του.

Όλα αυτά  με ένα σύστημα προτεραιοτήτων αποτελούν–σίγουρα όχι για όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά τουλάχιστον την αντιμπεριαλιστική Αριστερά με κομμουνιστική αναφορά-  ένα ορισμένο ενωτικό πλαίσιο προβληματισμού και κοινής δράσης. Αποτελούν μια πρόσκληση και μια πρόταση με στόχο να βγούμε από την δύσκολη κατάσταση ή να προλάβουμε τα χειρότερα.

Θεσσαλονίκη

Δήμος Θεσσαλονίκης: Διεκδίκηση, όχι διαχείριση

Εκ των πραγμάτων, η αντιπαράθεση και τα αποτελέσματα στον Δήμο Θεσσαλονίκη, τον δεύτερο μεγαλύτερο Δήμο της χώρας, θα λάβουν κεντρικές πολιτικές διαστάσεις.

Η θέση της Θεσσαλονίκης έχει ιδιαίτερη σημασία : είναι νευραλγικό σημείο για τα επιθετικά σχέδια των αμερικάνων στην περιοχή, αποτελεί εμπορικό κόμβο, συγκεντρώνει μια πλειάδα δημόσιων χώρων και υπηρεσιών προς ιδιωτικοποίηση μέσω ΤΑΙΠΕΔ, επιδιώκεται να μετατραπεί σε πεδίο δοκιμασίας της ακροδεξιάς με βάση το Μακεδονικό. Δεν χρειάζεται καν να προστεθεί ο σωρός από τα ειδικά τοπικά ζητήματα (κυκλοφοριακό, χώροι πρασίνου, δημοτικά τέλη κλπ) για να γίνει φανερή η σημαντικότητα των εκλογών στο Δήμο Θεσσαλονίκης.

Η στάση των πολιτικών κομμάτων είναι ενδεικτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην κατεύθυνση της αντιδεξιάς συσπείρωσης που θα επιχειρήσει και πανελλαδικά, παρά το γεγονός ότι κατήγγειλε τον Μπουτάρη επί 2 τετραετίες, βρίσκεται προς αναζήτηση προσώπου μετά την πρόσφατη απόφαση του τελευταίου να μη θέσει υποψηφιότητα. Η ΝΔ, εν μέσω διαγκωνισμών στελεχών της για την “καρέκλα” και την ατομική προβολή, θα επιχειρήσει να “ανακαταλάβει” τον Δήμο μετά από 8 χρόνια. Ο κοινός παρονομαστής είναι από τη μία η ατομική σταδιοδρομία των υποψήφιων δημάρχων και από την άλλη η εμφάνιση ως ενίσχυση του ενός από τους δύο όμοιους πόλους κεντρικά πολιτικά.

Αντικειμενικά, στη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών η Αριστερά θα κατεβει αντιμέτωπη με:

– To “αυτοδιοικητικό σύστημα” ιδιωτικοποίησης, εμπορευματοποίησης υπηρεσιών, περιουσίας, κοινωνικών αναγκών και αγαθών που φέρει το όνομα Κλεισθένης.
– Το καθεστώς λιτότητας και χρεοκρατίας που καταδικάζει τους εργαζόμενους της Θεσσαλονίκης στη φτώχεια και στην ανεργία.
– Τους πολιτικούς και τοπικούς εκπροσώπους του, που θα επιδιώξουν η μάχη της Θεσσαλονίκης να πάρει χαρακτηριστικά επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της υπάρχουσας ή της εν αναμονή κυβέρνησης – πάντα με την κοροϊδία περί ανεξάρτητης, ακομμάτιστης παρέμβασης.
– Το ΝΑΤΟ, την αμερικανοκρατία και το ρόλο που επιδιώκουν για τη Θεσσαλονίκη στα Βαλκάνια, στα οποία δεν αποκλείονται, αν δεν σχεδιάζονται κιόλας, αναφλέξεις ως και αλλαγές συνόρων.
– Τον χρήσιμο ηλίθιο και προβοκάτορα αυτών των σχεδίων, ο εθνικισμός.

Η απόκρυψη ή ο αυτοπεριορισμός στη διαχείριση των δήθεν μικρών-τοπικών ζητημάτων συνιστά αυτοχειρία, αντιγραφή της αστικής πολιτικής. Στην τελική, ακόμη και το πιο μικρό πρόβλημα, πχ η δωρεάν άθληση για όλα τα παιδιά, δεν μπορεί να λυθεί εντός των περιορισμών του Κλεισθένη και του ευρωσυστήματος της λιτότητας και της υποτέλειας.

Υπό αυτή την έννοια, μια απλή κομματική εκλογική καταγραφή των σχηματισμών της Αριστεράς εξυπηρετεί αποκλειστικά τον μικρομαγαζακισμό. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη καταγραφής της δημοτικής παράταξης του ΚΚΕ, της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Χρειαζόμαστε ένα δημοτικό σχήμα-παράταξη και κινήματα που θα μετατρέπουν την αυτοδιοίκηση σε μετερίζι αγώνων, κέντρο κοινωνικής αντίστασης και αλληλεγγύης, μοχλό συγκρότησης των σήμερα διαλυμένων αντιστάσεων και κινημάτων. Ένα δημοτικό σχήμα-παράταξη πρότυπο στο δεύτερο δήμο της Ελλάδας. Που θα επιδιώκει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη σε εργαστήριο ανασυγκρότησης της αντίστασης και της διεκδίκησης, της πεποίθησης ότι η δράση και η αγωνιστική συμμετοχή μπορεί να αλλάζει τη μοίρα μας. Που θα πρωτοστατήσει στο να τεθεί πανελλαδικά ξανά το ερώτημα για το πώς μπορούμε να φτιάξουμε, από την αρχή, την πολιτική δύναμη που έχει ανάγκη το λαϊκό κίνημα, η νεολαία, ο κόσμος της δουλειάς.

Βάσω Αραμπατζή
Κώστας Κωστόπουλος
Δημήτρης Πλιακογιάννης
Μαρίνα Παπαδοπούλου
Μιχάλης Τερζάκης

Η Αργεντινή σε αναταραχή

Δεκαεφτά χρόνια μετά την κρίση του 2001 στην Αργεντινή, η κυβέρνηση του Μάκρι που αναδείχθηκε στην εξουσία το Δεκέμβριο του 2015, προωθεί ένα σκληρό πρόγραμμα διαρθρωτικών προσαρμογών για τον λαό ακολουθώντας τις δανειακές επιταγές του ΔΝΤ. Η χώρα, η οποία για το 2018 βρίσκεται στην προεδρία του G20,  είναι μία από αυτές που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, τη διαρροή κεφαλαίων, την αύξηση του δολαρίου και τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, όπως συμβαίνει και με την κρίση που εξελίσσεται στην Τουρκία.

Στο πλαίσιο του εμπορικού πολέμου του προέδρου Τραμπ που έχει στόχο να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές έναντι των υπολοίπων, η αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε άνοδο του δολαρίου, που τώρα δείχνει να είναι ασφαλέστερο από ποτέ. Δολάρια επαναπατρίζονται στις ΗΠΑ για να επωφεληθούν από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, οι ταμειακές ροές ξαφνικά στεγνώνουν ενώ τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών πέφτουν απότομα.

Η αναταραχή στην Αργεντινή

Το πέσος είναι σε ελεύθερη πτώση, οι τιμές εκτινάσσονται, η κατανάλωση έχει μειωθεί στο ελάχιστο, η μεσαία τάξη συμπιέζεται, πολλές εταιρείες και επιχειρήσεις κλείνουν, η πείνα εξαπλώνεται στις απομακρυσμένες περιοχές και οι κερδοσκόποι πανικοβάλλονται χωρίς να ξέρουν τι να εφεύρουν για να αποφύγουν το ναυάγιο. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να είχαμε διδαχθεί από την προηγούμενη κρίση ώστε να μην την αναπαράξουμρ: η Αργεντινή έχει ήδη αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση στο παρελθόν… ο λαός το θυμάται, 2001… υπήρχε πείνα, ήταν ο ήχος από τις άδειες κατσαρόλες όταν τις χτυπούν εξαγριωμένα κουτάλια μπροστά από κλειστές τράπεζες. Αυτό ήταν το «corralito». Από την άλλη πλευρά, το κεφάλαιο απομακρύνονταν διακριτικά, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Το σενάριο που ενορχηστρώθηκε από το ΔΝΤ σε ολόκληρο τον πλανήτη επαναλαμβάνεται ατέρμονα, συνεχίζοντας με τις ίδιες εμετικές συστάσεις, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό πλάτος της ενδιαφερόμενης χώρας.

Ο Μάκρι καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας της επαναλάμβανε συνεχώς το σύνθημα της «μηδενικής φτώχειας».  Σήμερα η δημοτικότητά του βυθίζεται και το σύνθημά του κείτεται ανάμεσα στις προεκλογικές υποσχέσεις που δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, ενώ για μια ακόμα φορά η εμπιστοσύνη του λαού σκόνταψε, προδομένη από τη δύναμη του χρήματος. Λανθασμένα, η θεραπεία της λιτότητας, ο οποία το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει την κοινωνική κατάσταση, έχει ήδη αρχίσει και εφαρμόζεται εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια από μια σκληρή δεξιά κυβέρνηση.

Τα πρώτα 15 δις δολάρια του υπερ δανείου των 50 δις δολαρίων του ΔΝΤ που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο, δε φαίνεται να είναι αρκετά για να σταθεροποιήσουν την οικονομία που έχει χτυπηθεί από έναν πληθωρισμό της τάξης του 30%, αποτέλεσμα της ισχυρής υποτίμησης του νομίσματος. Το πέσος έχασε σχεδόν το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου μέσα σε μόλις δύο μέρες, στις 29 και 30 Αυγούστου, και 98% μέσα στους τελευταίους 12 μήνες (50% από την αρχή του έτους), αγγίζοντας το ιστορικό χαμηλό των 40 πέσος ανά δολάριο.

Μέσα στην αλλοφροσύνη, η κεντρική τράπεζα της Αργεντινής ανέβασε το βασικό της επιτόκιο  από 45% σε 60% στις 30 Αυγούστου, ένα από τα υψηλότερα του κόσμου, ακολουθώντας μία αύξηση από 40% σε 45% στις 13 Αυγούστου, η οποία είχε στόχο την αύξηση των επενδύσεων σε εγχώριο νόμισμα. Παρ’ όλα αυτά, η ενέργεια αυτή όπως και άλλες ενέργειες της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής, η οποία από την αρχή της χρονιάς έχει πουλήσει περισσότερα από 12 δις δολάρια από τα αποθέματα συναλλάγματός της για να σταθεροποιήσει το πέσος, απέτυχαν να ικανοποιήσουν τον φόβο των επενδυτών ότι επίκειται πτώχευση ή να συγκρατήσουν την πτώση των τιμών. Προκλητικότατα, στις 31 Αυγούστου, μια μέρα μετά τη θεαματική άνοδο των επιτοκίων, ο αμερικανικός οίκος αξιολογήσεων, η Standard & Poor’s, έθεσε το χρέος της Αργεντινής υπό «αρνητική παρακολούθηση».

Η Λιτότητα του ΔΝΤ

Στις 3 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος της Αργεντινής Μαουρίτσιο Μάκρι ανακοίνωσε ένα πακέτο σκληρής λιτότητας υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ. Αυτό περιελάμβανε την εισαγωγή φόρου τεσσάρων πέσος ανά εξαγώγιμο δολάριο στις αγροτικές εξαγωγές, κάτι που ο ίδιο ο Μάκρι αναγνώρισε ότι πρόκειται για «κακούς φόρους» αλλά το ύψος του ελλείματος ήταν τέτοιο που απαιτούσε μέτρα ανάγκης. Αφού επιβλήθηκε τόση λιτότητα στους φτωχούς, το μέτρο του φόρου τελικά δεν ίσχυσε για τους παραγωγούς σόγιας και καλαμποκιού, τους μεγαλύτερους προμηθευτές συναλλάγματος της χώρας που χτυπήθηκαν σκληρά από μια ξηρασία ρεκόρ νωρίτερα αυτή τη χρονιά. Επιπρόσθετα, ο Μάκρι ανακοίνωσε την απομάκρυνση 12 από τα 22 υπουργεία του! Ο κ. Μάκρι δηλώνει ότι θα κλείσει τα υπουργεία πολιτισμού, εργασίας, επιστήμης και τεχνολογίας, ενέργειας, αγροτικής ανάπτυξης, υγείας, τουρισμού και περιβάλλοντος, για να τα μετατρέψει σε γραμματείες υπό την αιγίδα άλλων υπουργείων: το πολιτισμού και το επιστήμης και τεχνολογίας για παράδειγμα περνάνε στη δικαιοδοσία του υπουργείου παιδείας, το εργασίας στο υπουργείο παραγωγής, το υγείας στο κοινωνικής ανάπτυξης και το αγροτικής ανάπτυξης μετακινείται στο υπουργείο οικονομικών και απολύει 600 υπαλλήλους. Μέχρι τώρα, μόνο οι δικτατορίες των Αραμπουρου και Ονγκανια τόλμησαν να διαλύσουν το υπουργείο υγείας.

Στις 4 Σεπτεμβρίου ο υπουργός οικονομικών της Αργεντινής Νίκολας Ντουχοβνε και ο αντιπρόεδρος της κεντρικής τράπεζας Γκουστάβο Κανιονέρο επισκέφτηκαν το ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον για να διαπραγματευτούν μια αναθεώρηση της συμφωνίας που υπογράφηκε τον Ιούνιο και την επίσπευση της αποταμίευσης του δανείου. Η Αργεντινή στεγνώνει από ρευστότητα. Ταυτόχρονα, ο δικαστής Χόρχε ντι Λέλλο κατηγόρησε τον πρόεδρο Μάκρι για κατάχρηση εξουσίας και παραβίαση των καθηκόντων του ως δημόσιος αξιωματούχος επειδή υπέγραψε τη συμφωνία της 7ης Ιουνίου με το ΔΝΤ χωρίς πρώτα να την καταθέσει στη βουλή, παραβιάζοντας έτσι το σύνταγμα. Από την πλευρά του ο Μάκρι είναι ανίκανος να κατευνάσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Δήλωσε δε πρόσφατα στην τηλεόραση και επαναλαμβάνει συνεχώς ότι «η κρίση αυτή δεν είναι απλά μια ακόμα κρίση, πρέπει να είναι η τελευταία… τα δύσκολα έχουν ήδη περάσει». Παρ’ όλα αυτά, τα ίδια λάθη αναπαράγουν τα ίδια αποτελέσματα και η ιστορία επαναλαμβάνεται…

Στους δρόμους οι αυξανόμενες τιμές διογκώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο Μπουένος Άιρες, τη Λα Πλάτα, τη Ροζάριο, το Μαρ ντελ Πλάτα, σε διάφορες πόλεις της χώρας ο λαός εκφράζει τη δυσαρέσκειά του στην αύξηση των τιμών ή στις περικοπές του προϋπολογισμού που έχουν επιβληθεί στη δημόσια διοίκηση σαν αντάλλαγμα για το δάνειο του ΔΝΤ, περικοπές σαν αυτές που έχουν επιβληθεί στα δημόσια πανεπιστήμια. Σε απεργία για πάνω από έναν μήνα, οι καθηγητές των πενήντα επτά δημοσίων πανεπιστημίων απαιτούν αυξήσεις στους μισθούς τους. Ξυπνώντας τις τραγικές μνήμες της κατάρρευσης του 2001, τα συσσίτια είναι πάλι γεμάτα όχι μόνο με παιδιά αλλά με ολόκληρες οικογένειες… Ο αυξανόμενος πληθωρισμός μειώνει τα περιθώρια της ήδη πεσμένης κατανάλωσης και ο αμερικανικός κολοσσός Walmart έχει ήδη προβεί σε πώληση εκατό σούπερ μάρκετ. Η τιμή του ψωμιού έχει αυξηθεί περισσότερο από 20% μέσα σε λίγες μέρες. Όπως το 2001, ο λαός πεινάει για ψωμί και κοινωνική δικαιοσύνη.

Πηγή: Counterpunch

Μερικά συμπεράσματα για την απόπειρα μαθητικών καταλήψεων με εθνικιστικό χαρακτήρα

Η προσπάθεια να στηθούν μαθητικές καταλήψεις με εθνικιστικό χαρακτήρα την Πέμπτη 29/11/2018 προσφέρεται για μια σειρά συμπεράσματα, χρήσιμα για τις δυνάμεις που θέλουν να οικοδομήσουν ένα αποτελεσματικό πολιτικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της αριστεράς και του λαϊκού κινήματος.

Το πρώτο είναι ότι παρόλο τη φασαρία και τον ντόρο, το «μακεδονικό ζήτημα» δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει μαζικά τους μαθητές. Οι καταλήψεις τελικά ήταν λίγες, όπως λίγοι και οι μαθητές που διαδήλωσαν στη Θεσσαλονίκη. Φάνηκε ότι η καταγραφή των κινητοποιήσεων αυτών στην ακροδεξιά και στη ΧΑ, οδήγησε τελικά σε μια αποστασιοποίηση των μαθητών – και των οικογενειών τους – από τη συγκεκριμένη κινητοποίηση. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τα μαζικά συλλαλητήρια με κεντρικό αίτημα «καμία χρήση του όρου Μακεδονία» από την ΠΓΔΜ. Από τότε μεσολάβησε η συμφωνία των Πρεσπών και μεσολάβησαν και μερικά ακόμα συλλαλητήρια, άμαζα και αποτυχημένα. Η ΝΔ αν και φλυαρεί γύρω από το Μακεδονικό, παίρνει αποστάσεις από κινητοποιήσεις που χρεώνονται στην ακροδεξιά, καθώς στόχος της είναι να δώσει -τουλάχιστον τα ίδια με τον ΣΥΡΙΖΑ – θετικά δείγματα στις ΗΠΑ.  Έτσι αυτή η εθνικιστική έξαρση μένει με εκφραστή βασικά τη ΧΑ και άλλες ακροδεξιές ή γραφικές πατριδοκάπηλες δυνάμεις. Το γεγονός ότι η ΧΑ έχει τη σφραγίδα μιας εγκληματικής οργάνωσης, δημιουργεί περιορισμούς. Μια πιο «σοβαρή» ακροδεξιά θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλα δεδομένα, αλλά προς το παρόν η αναμονή της εξουσίας ενώνει διάφορους στη ΝΔ.

Έτσι το δεύτερο είναι ότι από την όλη αντιπαράθεση γύρω από τις μαθητικές καταλήψεις, κερδισμένος βγαίνει βασικά ο διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί με αφορμή αυτήν την προσπάθεια εισόδου της ΧΑ στον μαθητικό χώρο, κραδαίνει στον δημοκρατικό και προοδευτικό κόσμο την απειλή «έρχεται η ακροδεξιά», εκμεταλλευόμενος και τη διεθνή συζήτηση για το ακροδεξιό ρεύμα. Η ΝΔ παρουσιάζεται προς τον αστικό κόσμο και τους πραγματικούς νονούς της συμφωνίας των Πρεσπών (ΗΠΑ και ΕΕ) ως υπεύθυνη δύναμη, αφού δεν κάλεσε στις καταλήψεις. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται στον κόσμο της δεξιάς ή και σε δημοκρατικό, πατριωτικό κόσμο που έχει κουραστεί από τον κοσμοπολιτισμό – «αντιεθνικισμό» της υπάρχουσας – δικαιωματικής αριστεράς, ως μια δύναμη που υπερασπίζεται τα «ιερά και όσια του έθνους» που υποτίθεται απειλεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Την εκκλησία, την ορθοδοξία, τη Μακεδονία κοκ. Το δίπολο αυτό συμπιέζει και τις δυνάμεις στα δεξιά της ΝΔ και τις δυνάμεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια και το ΚΙΝΑΛ. Αν και εκλογικά το δίπολο παραμένει σταθερό και ενισχυμένο, κοινωνικά εμπεδώνεται ο συντηρητισμός, η πατριδοκαπηλεία μαζί με την υποταγή στις «μεγάλες δυνάμεις», μια αντιαριστερή ρητορεία, ένας εν δυνάμει εκφασισμός.

Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι αν και η ΧΑ είχε μικρά οργανωτικά κέρδη σε λίγα σχολεία, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι νομιμοποιείται ο εθνικιστικός λόγος και τα συνθήματα του. Τα αλυτρωτικά «Μακεδονία Γη Ελληνική», «απελευθέρωση της Β. Ηπείρου», «η Κύπρος είναι ελληνική και η Μ. Ασία», νομιμοποιούνται στα μυαλά των 15χρονων μαθητών ως αδιαμφισβήτηση ιστορική αλήθεια και ιστορικές αδικίες εις βάρος της Ελλάδας. Τα συνθήματα αυτά σημαίνουν πρακτικά κάλεσμα προς τη νέα γενιά να πάρουν τα όπλα για να αλλάξουν τα σύνορα προς Βορρά και Ανατολάς. Σε ένα περιβάλλον όπου ΗΠΑ και Τουρκία είναι μεταξύ έντασης και  διαπραγμάτευσης περί χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων, όπου στο Κόσσοβο ανοίγει πάλι η συζήτηση για αλλαγή συνόρων και όπου οι ΗΠΑ παρουσιάζονται ως «εγγυητές» σε όποιον εθελοντή αστισμό θέλει να κάνει ψευτοτσαμπουκάδες (βλ. Ουκρανία), το εθνικιστικό δηλητήριο προετοιμάζει τη νέα γενιά για να γίνει κρέας για τα κανόνια των ιμπεριαληστών. Και αυτό το ρόλο παίζει και η ναζιστική ΧΑ στα «εθνικά θέματα». Το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται γιατί αυτή η νέα γενιά είναι ποτισμένη εδώ και αρκετά χρόνια με το μηδενισμό, έναν καταναλωτικό πολιτισμό και έναν ψηφιακό εικονικό κόσμο κενού νοήματος και κινήτρων. Που και λόγω της κρίσης έχει διαπαιδαγωγηθεί στη μοιρολατρία, στις χαμηλές προσδοκίες, στο χτύπημα δικαιωμάτων. Η ιστορία έχει δείξει ότι στο κενό νοήματος και στο μηδενισμό τα «ηρωικά» συναισθήματα βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Γι’ αυτό και η παρέμβαση στη νεολαία στο πολιτιστικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι σήμερα κομβική για την αριστερά.

Το τέταρτο συμπέρασμα αφορά την εναπομείνασα αριστερά. Το ΚΚΕ, με κριτήριο πάντα την εκλογική του αντοχή, επέλεξε μια ήπια αντιεθνικιστική ρητορία και πρακτική. Προσπάθησε να προστατέψει τα μέλη του μαθητές απέναντι στο χρυσαυγιτισμό και αντιλαμβανόμενο ότι στο «αντιεθνικιστικό μέτωπο» ηγεμονεύει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε κάποια πρωτοβουλία. Στις υπόλοιπες δυνάμεις επικράτησε η σύγχυση, ο ετεροκαθορισμός, η έλλειψη πολιτικής σκέψης. Κάποιες δυνάμεις κάλεσαν σε αντικαταλήψεις και σε αντιδιαδηλώσεις, οι οποίες είχαν μικρή έκταση. Σε κάθε περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, τις διαφήμισαν και τις αξιοποίησαν ως δική τους «κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κάποιες άλλες θεώρησαν ότι ο εθνικισμός είναι ένας λανθάνων αντιιμπεριαλισμός και ότι το λάθος της αριστεράς είναι ότι δεν υιοθετεί την πατριδοκαπηλη-αντιεθνικιστική ατζέντα. Η γραμμή «έξω οι φασίστες από τα σχολεία» ήταν μια λάθος γραμμή που υπονοούσε ότι το πρόβλημα ήταν οι μαθητές που έχουν επιρροές από τη ΧΑ. Στην πράξη, απαιτούνταν μια γραμμή αποκάλυψης της πατριδοκαπηλείας, προβάλλοντας μια κατεύθυνση πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας. Όχι απέναντι στους φανταστικούς «εχθρούς» της γειτονιάς μας, αλλά απέναντι σε αυτούς που πραγματικά συρρικνώνουν την ανεξαρτησία μας, στους δανειστές, το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. Σήμαινε μια δουλειά υπομονετικής ζύμωσης και προπαγάνδας μέσα και έξω από τα σχολεία τις μέρες εκείνες. Σήμαινε την καταγγελία του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ως τις δύο πλευρές, «πατριωτικής» και «αντιεθνικιστικής» υποταγής στο ΝΑΤΟ. Ακόμα όμως και αυτή η δουλειά στη βάση δε θα έλυνε το πρόβλημα με την ακροδεξιά παρέμβαση στη νεολαία, καθώς καλούμαστε να καλύψουμε λαθεμένους προσανατολισμούς δεκαετιών (ποιος θυμάται το σύνθημα «ο αντιαμερικανισμός είναι ο αντιιμπεριαλισμός των ηλιθίων»; ή το «ευρώ ή δραχμή πατάτες γιαχνί»; Αυτά έχουν ή δεν έχουν σχέση με το ότι η αριστερά σήμερα θεωρείται και από δημοκρατικές μάζες – και όχι μόνο από το ακροατήριο της δεξιάς – ως εθνομηδενιστική;).

Πέμπτο και τελευταίο για τον αγώνα ενάντια στο φασισμό και τον εθνικισμό. Λανθασμένα η κάθε πλευρά ερμηνεύει το φασιστικό φαινόμενο ως ευθύνη της άλλης πλευράς. Ο πατριωτισμός χωρίς αντιιμπεριαλισμό γιατί πριν μήνες καλούσε σε συλλαλητήρια με το αίτημα «η Μακεδονία είναι ελληνική». Από την άλλη, η δικαιωματική Αριστερά, έχει εδώ και χρόνια μπερδέψει το διεθνισμό με τον κοσμοπολιτισμό, προπαγάνδιζε ότι η έξοδος από το ευρώ είναι «εθνικιστική αναδίπλωση» και  ασχολούμενη κυρίως με τις δευτερεύουσες αντιθέσεις απομακρύνθηκε οριστικά από τις λαϊκές ανάγκες. Προφανώς έχει ευθύνες η αριστερά για το φασιστικό φαινόμενο. Και πρώτα απ’ όλα η ίδια η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που ανεξάρτητα του πώς χαρακτηρίζεται σήμερα από την Αριστερά, καταγράφηκε από την κοινωνία ως ήττα, απογοήτευση, μοιρολατρία και φυσικά κατεδάφισε το θετικό αξιακό φορτίο της αριστεράς. Το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρεται στην Αριστερά έχει ευθύνες. Διαφορετικές όμως είναι οι ευθύνες των πρώην κλακαδόρων του Τσίπρα, διαφορετικές όσων είναι σήμερα μεταξύ απελπισίας και σύγχυσης, διαφορετικές όσων αποτελούσαν το κινηματικό και αντιεθνικιστικό προφίλ της καταστροφικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και διαφορετικές όσων απέτυχαν να οικοδομήσουν ένα μέτωπο φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση. Πέρα από τα λάθη του παρελθόντος, σήμερα χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Οι φασίστες και οι ακροδεξιοί, ιστορικά αναπτύσσονται δίπλα σε ένα υπαρκτό αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα. Είτε για να το καταστείλουν, είτε για να εκτρέψουν τη λαϊκή αντισυστημική δυσαρέσκεια, είτε για να αποτελέσουν την εναλλακτική μορφή της καπιταλιστικής διαχείρισης όταν τα πράγματα στριμώξουν. Δεν είναι όρος μια αδύναμη αριστερά για να αναπτυχθεί το φασιστικό φαινόμενο, ούτε μια δυνατή αριστερά είναι πάντα εμπόδιο. Και η δεκαετία του 30 στην Ευρώπη, και οι χούντες του 60 και τα φασιστικά κινήματα κατά την αντιαποικιακή έκρηξη. Σήμερα όμως η ακροδεξιά αναπτύσσεται κυρίως στο έδαφος της αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης και του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και μιας αντισυστημικής ρητορικής. Το σύστημα δε φοβάται κάποια αριστερά. Η αριστερά εδώ και δεκαετίες είναι και θεωρείται από τις μάζες και συστημική δύναμη και υπέρ της παγκοσμιοποίησης. Εκεί είναι η βασική πλευρά, εκεί βρίσκεται το βασικό πρόβλημα. Γι’ αυτό και σήμερα ένας αντιεθνικισμός που δεν είναι και αντιιμπεριαλισμός με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο, ταυτίζεται με τη συστημική «αντιεθνικιστική» κεντροαριστερά, η οποία εφαρμόζει αντιλαϊκές πολιτικές και αναπαράγεται έτσι ο φαύλος κύκλος.